Πραγματοποιήθηκε την Τετάρτη 21 Απριλίου, η 10η διαδικτυακή συνάντηση της σειράς που πραγματοποιεί ο Αρχιμανδρίτης π. Καλλίνικος Μαυρολέων, με γενικό τίτλο «Ορθόδοξη Κατήχηση», στο πλαίσιο των Εκπαιδευτικών Σεμιναρίων του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…».
Ο π. Καλλίνικος, στην 11η αυτή συνάντηση, προχώρησε στην ανάλυση του 4ου άρθρου του Συμβόλου της Πίστεως.
To 4ο άρθρο τΣτΠ, οποίο λέει τα εξής:
«Σταυρωθέντα τε ὑπὲρ ἡμῶν ἐπὶ Ποντίου Πιλάτου καὶ παθόντα, καὶ ταφέντα».
Σταυρώθηκε για μας επί ηγεμονίας του Ποντίου Πιλάτου και αφού έπαθε ως άνθρωπος (και πέθανε), τάφηκε.
Ίσως κάποιος να αναρωτιέται τι νόηµα να έχουν για εµάς όλα τα γεγονότα της ζωής του Χριστού; Γιατί, δηλαδή, έπρεπε ο Θεός να γίνει άνθρωπος και έπειτα ο Θεάνθρωπος να πεθάνει και να αναστηθεί; Ποια, τέλος πάντων ωφέλεια έχουμε εµείς από τα γεγονότα αυτά; Το βέβαιο πάντως είναι ότι όλα αυτά δεν έγιναν τυχαία, αλλά ανήκουν στο σχέδιο της Θείας Οικονοµίας, στο σχέδιο, δηλαδή, του Θεού για να λυτρώσει τον άνθρωπο. Όλα έγιναν µέ κάποιο συγκεκριμένο σκοπό. Τίποτε δεν έγινε απλώς για να µας συγκινήσει, τίποτα δεν έγινε για να µας εντυπωσιάσει, τίποτα δεν έγινε τυχαία. Γιατί, λοιπόν έγιναν;
Ωραίες και κατατοπιστικές απαντήσεις σε όλα τα παραπάνω ερωτήµατα, µάς δίνει ο Μέγας Αθανάσιος στο υπέροχο έργο του “περί ενανθρωπήσεως”. Ας πάρουµε από εκεί τις απαντήσεις, που θέλουµε.
Είπαµε και στα προηγούμενα μαθήματα ότι όλα έγιναν προκειμένου ο Θεός να λυτρώσει τον άνθρωπο. Από τι να λυτρώσει τον άνθρωπο; Ποιο ήταν το πρόβληµα του ανθρώπου; Το μοναδικό πρόβληµα του ανθρώπου ήταν ο θάνατος, που εξαιτίας της παρακοής ήρθε στη ζωή του. Μόνο ο Θεός Λόγος, που δημιούργησε τα πάντα, μπορούσε να αναδημιουργήσει τον άνθρωπο. Και πώς να τον αναδημιουργήσει; Με το να γινόταν άνθρωπος.
Γνώριζε ο Υιός και Λόγος του Θεού ότι για να κερδίσει το θάνατο έπρεπε πρώτα να αναµετρηθεί µαζί του, να πεθάνει δηλαδή. Επειδή δε ο Θεός δεν υπόκειται ασφαλώς, σε φθορά και θάνατο, επειδή είναι η ίδια η Ζωή, γι’αυτό έλαβε σώµα και ψυχή ανθρώπινα, κατά πάντα όµοια µέ τα δικά µας (εκτός της αµαρτίας), µέσα στη µήτρα της Θεοτόκου και µάλιστα όχι κατά φυσικό τρόπο (µε τη µεσολάβηση ανδρός) αλλ’ εκ Πνεύµατος Αγίου.
Γεννήθηκε για να πεθάνει!
Άρα ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει. Και γιατί µόνο ο Χριστός έπρεπε να κερδίσει το θάνατο; Επειδή από ανθρώπους ήρθε ο θάνατος στο ανθρώπινο γένος, γι’αυτό πάλι με την ενανθρώπιση του Θεού Λόγου καταλύθηκε ο θάνατος. Άλλωστε για να επανέλθει ο άνθρωπος στο “κατ’ εικόνα” έπρεπε οπωσδήποτε να γίνει αυτό με την προσέλευση της ίδιας της Εικόνος του Θεού, δηλαδή του Χριστού. Από ανθρώπους δεν ήταν αυτό δυνατόν αφού κι αυτοί «κατ’εἰκόνα» του Θεού πλάσθηκαν, αλλ’ ούτε από αγγέλους, γιατί αυτοί δεν είναι εικόνες του Θεού.
Στο σηµείο αυτό ο άγιος Αθανάσιος χρησιμοποιεί ένα πολύ ωραίο παράδειγµα της καθηµερινής ζωής. Λέει, λοιπόν, ότι όπως όταν µια προσωπογραφία κατασκευασµένη σε ξύλο γεµίσει µε ακαθαρσία και εξαφανισθεί, χρειάζεται απαραιτήτως να έλθει το “µοντέλο” της εικόνος για να επισκευασθεί, κατά τούτο και ο πανάγιος του Πατρός Υιός, επειδή ήταν εικόνα του Πατρός, ήρθε στον τόπο μας, στον κόσμο, για να ανακαινίσει τον άνθρωπο.
Δεν πέθανε για να πεθάνει, αλλά για να αναστηθεί!
Συνεπώς ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει. Ο Χριστός γεννήθηκε για να πεθάνει, αλλά δεν πέθανε για να πεθάνει. Ο Χριστός σταυρώθηκε και πέθανε για να αναστηθεί και έτσι να κερδίσει το θάνατο. Το σώµα Του, επειδή ήταν το ίδιο ακριβώς µέ όλα τα ανθρώπινα, ήταν θνητό και πέθαινε. Από την άλλη, επειδή στο πρόσωπο του Χριστού υπήρχαν ενωμένες και οι δύο φύσεις (Θεία και ανθρώπινη), απαλλάχθηκε από τη φθορά. Συνέβαιναν, δηλαδή, και τα δυο µαζί: και ο θάνατος να κυριαρχεί και να καταλύεται. Ο Θεάνθρωπος Χριστός πέθανε, κατά την ανθρώπινη, όµως, φύση (αφήνοντας απαθή τη Θεία Φύση) και χάρη στη Θεότητα αναστήθηκε, ως Θεάνθρωπος. Έτσι η ανθρώπινη φύση, ενωµένη µε τη Θεία ατρέπτως, αδιαιρέτως και ασυγχύτως στο Πρόσωπο του Χριστού, νίκησε και πάλι την φθορά και τον θάνατο.
Από τότε κι ύστερα όσοι πιστεύουμε στον Χριστό πεθαίνουµε πλέον µόνο κατά το σώµα, ακριβώς όπως τα σπέρµατα ( στάρι – κόλλυβα), που θάπτονται στη γη για να ξαναφυτρώσουν, περιµένοντας, δηλαδή, την κοινή Ανάσταση. Αξιοσηµείωτα είναι και ο συµβολισµός των κολλύβων αλλά και, κυρίως, το γεγονός ότι η Ανάσταση αφορά, κατά τον Μέγα Αθανάσιο, τους εν Χριστώ πιστούς, σε πείσµα κάποιων που προσπαθούν να µας πείσουν ότι όλοι είµαστε το ίδιο. Οι µή εν Χριστώ πιστοί θα αναστηθούν «εις ανάστασιν κρίσεως» και όχι εις ανάσταση ζωής, κατά τη δική τους ελευθέρα επιλογή.
Γιατί επέλεξε ο Κύριος τον τόσο ατιµωτικό σταυρικό θάνατο;
Ένα ακόμη, όµως, σηµαντικό ερώτηµα είναι το γιατί επέλεξε ο Κύριος τον δια Σταυρού θάνατον, τον τόσο ατιµωτικό; Πρώτον, διότι ο φυσικός θάνατος είναι αποτέλεσµα της αδυναµίας της ανθρωπίνης φύσεως και φθοράς, στην οποία φυσικά δεν υπόκειται ο Θεός, που είναι αυτοζωή. Αν πάλι προηγείτο κάποια ασθένεια θα φαινόταν ότι ο θάνατός Του δεν ήταν εκούσιος, αλλά φυσική κατάληξη της ασθενείας Του. Να προκαλέσει άλλωστε ο ίδιος το θάνατό Του δεν άρμοζε στον Κύριο ως ένδειξη δειλίας και “αποδοχής” της αυτοχειρίας. Ακόµα, δεν άρµοζε να αποφεύγει τους Ιουδαίους, που ήθελαν να τον σταυρώσουν, διότι και πάλι θα έδειχνε ότι φοβάται το θάνατο, πράγµα που φανερώνει αδυναµία. Ο Σταυρικός θάνατος, βέβαια, ενίσχυε και την Ανάσταση. Ο Κύριος έδειξε, µετά την Ανάστασή Του το σώµα του άφθαρτο, πιστοποιώντας την αφθαρσία, που παρείχε. Να πέθαινε από κάποια ασθένεια θα ήταν ανάρµοστο, αφού Αυτός θεράπευε άλλους. Εάν πέθαινε µόνος κάπου σε κάποια γωνιά και µετά τρεις ηµέρες έδειχνε το σώµα του λέγοντας ότι αναστήθηκε, κανείς δε θα Τον πίστευε. Πώς µπορούσαν να γίνουν οι άνθρωποι µάρτυρες της Αναστάσεώς Του, αν πρωτίστως δεν γίνονταν µάρτυρες του θανάτου Του;
Μα, θα πει κάποιος, αφού έπρεπε να πεθάνει ενώπιον όλων, γιατί δεν επινόησε τουλάχιστον έναν ένδοξο θάνατο; ∆ιότι τότε θα πίστευαν οι άνθρωποι ότι µπορούσε να νικήσει µόνο το θάνατο, που είχε επινοήσει ο ίδιος, γι’αυτό άφησε τους ανθρώπους να αποφασίσουν το είδος του θανάτου και µάλιστα το πιο ατιµωτικό.
Ούτε τον θάνατο του Ιωάννου του Προδρόμου, με αποκοπή της τιμίας κεφαλής Του, υπέμεινε, ούτε του Προφήτη Ησαΐα, που τον κατακομμάτιασαν με ξύλινα πριόνια, για να φυλάξει το σώμα Του ολόκληρο και αδιαίρετο και για να μην έχουν καμιά πρόφαση εκείνοι που θα ήθελαν να διαιρέσουν το σώμα Του, την Εκκλησία!
Άλλωστε πως ο Κύριος θα βάσταζε την κατάρα που τυραννούσε το ανθρώπινο γένος, αν δε δεχόταν το θάνατο για τους καταραµένους; Πώς θα καλούσε τα έθνη αν πέθαινε µέ άλλον τρόπο, αφού µόνο µέ την Σταύρωση πεθαίνει κανείς µέ απλωµένα χέρια; Πώς θα καθάριζε τον αέρα από τα πονηρά πνεύµατα (ο χώρος που δρουν οι δαίµονες είναι ο αέρας, κατά τους Πατέρες), αν δεν σταυρωνόταν και υψωνόταν στον αέρα; Αυτός λοιπόν είναι ο λόγος που ο Λόγος διάλεξε για τον Εαυτό Του τον Σταυρικό Θάνατο, που για τους µέν Ιουδαίους είναι σκάνδαλο, δια δε τους Έλληνες (τους ειδωλολάτρες) µωρία.
Γιατί έμεινε τρεις ημέρες στον τάφο;
Ο Μέγας Αθανάσιος, στη συνέχεια, εξηγεί το γιατί ο Θεάνθρωπος Χριστός έµεινε στον τάφο τρεις ηµέρες και όχι περισσότερο ή λιγότερο. Αν, λέει ο Άγιος, ανιστούσε άµεσα το σώµα του, θα µπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι δεν πέθανε στ’ αλήθεια ή ότι δεν τον άγγιξε ο θάνατος, ενώ παράλληλα δεν θα γινόταν φανερή η δόξα της αφθαρσίας. Ακόµα, δεν άργησε περισσότερο από την τρίτη ηµέρα να αναστηθεί, διότι τότε οι άνθρωποι, στους οποίους είχε μιλήσει ο Κύριός µας για την Ανάστασή Του, θα είχαν ξεχάσει το ζήτηµα και δε θα γινόταν ξακουστή η Ανάσταση. Αποφάσισε, λοιπόν, να αναστηθεί ο Κύριος, όσο το ζήτηµα ήταν επίκαιρο, όσο οι µάρτυρες του θανάτου Του ήταν ζωντανοί και κοντά στον τόπο της τελειώσεως, ακριβώς για να γίνουν οι ίδιοι οι κήρυκες της νίκης κατά του θανάτου.
Ας σηµειώσουµε εδώ ότι ο Κύριος παρέδωσε το πνεύµα Του την ενάτη ώρα της Παρασκευής και ανέστη τα µεσάνυχτα του Σαββάτου και άρα παρέµεινε στον τάφο 33 ώρες, σε αντιστοιχία, όπως λένε οι Πατέρες, µέ τα 33 χρόνια που παρέµεινε στη γη. Στον Άδη, µάλιστα, κήρυξε για να δώσει την ευκαιρία σε όσους είχαν πεθάνει πριν την ενανθρώπησή Του, να Τον γνωρίσουν, να Τον πιστεύψουν και να συναναστηθούν. Η Ανάσταση ονοµάζεται τριήµερος διότι, ακριβώς, εξαπλώνεται σε τρεις ηµέρες.
Δεν είναι ο θάνατος πλέον φοβερός, διότι καταργήθηκε!
Με την Ανάσταση, λοιπόν, ο άνθρωπος νίκησε το θάνατο και έπαψε πλέον να τον φοβάται. Εποµένως, όσοι πιστεύουν στο Χριστό καταπατούν το φόβο του θανάτου και τον ίδιο το θάνατο και προτιµούν περισσότερο να πεθάνουν παρά να αρνηθούν το Χριστό, ενώ πριν την Ανάσταση ήταν φοβερός ακόµα και στους αγίους. Αυτό, βέβαια, συµβαίνει ακόµα και τώρα διότι, ακόµα όσοι δεν πιστεύουν στον Χριστό εξακουλουθούν να τρέµουν το θάνατο, ενώ οι πιστοί καθόλου δεν τον φοβούνται. Και νήπια ακόµα τόσο πολύ καταφρονούν τον θάνατο, ώστε ορμούν σ’αυτόν με προθυμία!
Ο άνθρωπος, βέβαια, είναι στη φύση του να φοβάται τον θάνατο! Αυτό, όµως, κάνει πιο σπουδαία την Ανάσταση δια της οποίας ξεπερνά ο άνθρωπος και την ίδια του την φύση. Και δεν είναι ο θάνατος πλέον φοβερός διότι καταργήθηκε, όπως ακριβώς ένα φίδι, το οποίο ενώ είναι φοβερό όσο ζει, καταντά παίγνιο όταν πεθάνει, ή όπως όταν ένας τύραννος που τον τρέµουν όλοι, γίνεται περίγελως αν τύχει και ηττηθεί από κάποιον βασιλέα.
Ας δούμε τώρα και κάτι άλλο.
«ἐπί Ποντίου Πιλάτου»
Το ιερό μας Σύμβολο λέγει, ότι ο Χριστός έπαθε για μας «ἐπί Ποντίου Πιλάτου». Η μνημόνευση του Ρωμαίου Ηγεμόνα της Παλαιστίνης, δεν καταχωρήθηκε τυχαία, χωρίς λόγο! Με το όνομα αυτό η Σύνοδος θέλει να τονίσει την ιστορικότητα του γεγονότος. Να τονίσει τη χρονική στιγμή του σταυρικού πάθους του Κυρίου μας και να προλάβει εκείνους που τυχόν θα γίνονταν αρνητές, ακόμη και της ιστορικής προσωπικότητας του Ιησού. Ο Πιλάτος, βέβαια, παρέμεινε στην ιστορία, ως μια τραγική ανθρώπινη φυσιογνωμία, που ενώ του δόθηκε η ευκαιρία να γράψει το όνομά του στις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας του κόσμου, από τη δειλία του, από τον φόβο του μη χάσει την εύνοια του Αυτοκράτορα, κι ενώ ήταν σίγουρος και βέβαιος για την αθωότητα του Χριστού, φάνηκε πολύ μικρός και παρέδωσε τον Ιησού σε σταυρικό θάνατο!
Το πάθος του Κυρίου ήταν πάθος πραγματικό!
Μια ζωή του Χριστού γεμάτη ταπείνωση, γεμάτη ευεργεσίες και τέλεια αγάπη, κατέληξε με πολύν πόνο και οδύνη! Το πάθος του Κυρίου ήταν πάθος πραγματικό! Ο Θεός το έκανε δικό του στο αΐδιο πρόσωπο του Λόγου! Η ανθρώπινη φύση Του έπαθε πάνω στον Σταυρό, ως Θεάνθρωπος όμως!
Το σταυρικό πάθος του Κυρίου είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση του θανάτου. Με τον θάνατό Του ο Σωτήρας μας πάτησε τον θάνατο. Γιατί ήταν θάνατος του Υιού του Θεού, που και ως Υιός ανθρώπου, δεν όφειλε τίποτε στον θάνατο. Έτσι ο θάνατος έχασε τη σημασία του, απέβαλε το πικρό δηλητήριό του, νικήθηκε κατά κράτος, έγινε θάνατος άφθαρτος, αναστημένος θάνατος!
Πάνω στον Σταυρό ο Θεάνθρωπος συνάντησε τον άνθρωπο!
Πάνω στον Σταυρό ο Θεάνθρωπος συνάντησε τον άνθρωπο! Τον κατακομματιασμένο από τα άγρια χτυπήματα του εχθρού! Τον άνθρωπο που ψυχορραγούσε, μόνος κι έρημος! Του έπλυνε στοργικά τις πληγές με το δικό του αίμα, του έδεσε τα τραύματα με τα δικά Του τρυπημένα χέρια, του έδωσε να θηλάσει τη ζωή από τη δική Του τρυπημένη σάρκα, του έστεψε την κεφαλή με το δικό Του αγκάθινο στεφάνι, τον έκανε όμορφο και ωραίο, μεταγγίζοντάς του τη δική του λυτρωτική κακοπάθεια και αμορφία!
Ο διάβολος στον Σταυρό συνάντησε «μεταμφιεσμένο» τον Υιό του Θεού! Κι ενώ πήγε να πλήξει τον αναμάρτητο, τον φαινομενικά αδύναμο άνθρωπο, τον κρεμασμένο στο ξύλο της ατιμίας, χτυπήθηκε αμείλικτα εκείνος ο αρχέκακος κι έχασε την ισχύ και την εξουσία του! Έτσι, γέμισε ο άνθρωπος με Θεό! Ο θάνατος του Θεού, θανάτωσε τον θάνατο! Ω, με πόση χαρά και αισιοδοξία γεμίζει η καρδιά μας!
Τι έγινε μετά την Σταύρωση του Χριστού;
Τα ιερά Ευαγγέλια περιέχουν λεπτομέρειες από τη σύλληψη, την καταδίκη σε θάνατο πρώτα από το Ιουδαϊκό Συνέδριο και μετά από τον Ρωμαίο ηγεμόνα της Ιερουσαλήμ Πόντιο Πιλάτο, τους ραβδισμούς, εμπτυσμούς, κολαφισμούς=χτυπήματα στο πρόσωπο, χαστούκια, εμπαιγμούς, και τέλος τον ταπεινωτικό θάνατο του Χριστού πάνω στον Σταυρό. Την ημέρα της Σταυρώσεως την τιμά ιδιαιτέρως η Εκκλησία μας την Μεγάλη Παρασκευή, αλλά και κάθε Παρασκευή, όλον τον λειτουργικό χρόνο.
Και τα τέσσερα Ευαγγέλια περιγράφουν με πολύ ενδιαφέρουσες λεπτομέρειες τα όσα επακολούθησαν. Ο Ιωσήφ, που καταγόταν από την Αριμαθαία της Ιουδαίας, και ήταν μέλος του Ιουδαϊκού Συνεδρίου και δεν συμφωνούσε με την απόφαση θανατώσεως του Ιησού, ζήτησε άδεια από τον Πιλάτο, αποκαθήλωσε το νεκρό πλέον Σώμα του Χριστού από τον Σταυρό και με τη βοήθεια ενός ακόμη μέλους του Συνεδρίου, του Νικοδήμου, το ενταφίασε με ευλάβεια σε καινούριο μνήμα, λαξευμένο σε βράχο, που ανήκε σ’αυτόν.
Την ταφή παρακολούθησαν και οι αφοσιωμένες στον Κύριο γυναίκες από την Γαλιλαία, που μαζί με την Παναγία Μητέρα Του συνόδευαν τον Κύριο και τον εξυπηρετούσαν. Εκείνες ήθελαν να δείξουν με τον δικό τους τρόπο την ευγνωμοσύνη τους προς τον Κύριο, προσφέροντας αρώματα στο νεκρό Σώμα. Αλλ’επειδή ήδη βασίλευε ο ήλιος και άρχιζε το Σάββατο, ημέρα αργίας και δεν επιτρεπόταν από τον Μωσαϊκό Νόμο καμιά εργασία, ούτε πολλές μετακινήσεις, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν και να έρθουν με τα αρώματά τους την μεθεπόμενη ημέρα. Την μία των Σαββάτων!
Τρεις μέρες στον τάφο και δε γνώρισε διαφθορά!
Το πανακήρατο=αμόλυντο, άφθαρτο σώμα του Χριστού έμεινε τρεις ημέρες και τρεις νύχτες στον τάφο. Δεν γνώρισε διαφθορά, γιατί ήταν σώμα θεοχώρητο και θεοδύναμο! Μετά τον χωρισμό του από την ψυχή, η θεότητα δεν το εγκατέλειψε. Κι αυτό γιατί, όπως πολλές φορές το τονίσαμε, η ένωση των δύο φύσεων στον Χριστό ήταν αδιάσπαστη και αδιαχώρητη! Αυτό που προσέλαβε ο Χριστός, το έδεσε τόσο στενά με τη θεότητά Του, ώστε δεν το εγκατέλειψε ποτέ!
Αλλά, τι έγινε κατά τη διάρκεια της Τριημέρου ταφής και τι ακολούθησε, θα το δούμε πρώτα ο Θεός στην επόμενη συνάντησή μας, μετά το Πάσχα. Καλή Ανάσταση, αδελφοί!Ο Χριστός ανέστη! Ο θάνατος πέθανε!
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 1η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 2η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 3η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 4η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 5η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 6η Συνάντηση
Ορθόδοξη Κατήχηση»: 7η Συνάντηση