Η Πανήγυρη της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, στην Ευαγγελίστρια Πειραιώς
Πειραιώς Σεραφείμ: Η χάρη της Παναγίας ποτέ δεν εγκατέλειψε τον λαό
Ως μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, μας χαρίζει έναν τρόπο κοινωνίας με τον Θεό, ανυπέρβλητο. Με άφατη ταπείνωση, με απέραντη στοργή, με εκούσια παράδοση της ελευθερίας. Κι έτσι γίνεται Εκείνη, η μόνη ελευθέρα, η οποία δοξάζεται εις τους αιώνας.
Με εκκλησιαστική λαμπρότητα και κατάνυξη, εορτάσθηκε η Κοίμηση της Υπεραγίας Θεοτόκου, στον πανηγυρίζοντα Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς.
Την Δευτέρα 14 Αυγούστου, παραμονή της εορτής, τελέσθηκε ο Μέγας Πανηγυρικός Εσπερινός και εψάλησαν τα Εγκώμια της Υπεραγίας Θεοτόκου, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Πειραιώς κ. Σεραφείμ.
Ακολούθως, πραγματοποιήθηκε η λιτάνευση του Ιερού Επιταφίου της Παναγίας και στη συνέχεια τελέσθηκε η ακολουθία του Μικρού Παρακλητικού Κανόνος και ακολούθησε Ιερά Αγρυπνία.
Την Τρίτη 15 Αυγούστου, ημέρα της εορτής, το πρωί τελέσθηκε ο Όρθρος και η πανηγυρική θεία Λειτουργία, ενώ το απόγευμα θα τελεσθούν ο μεθέορτος Εσπερινός και η Παράκληση προς την Υπεραγία Θεοτόκο.
Στον λόγο του, κατά την διάρκεια του Μεγάλου Εσπερινού, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Πειραιώς κ. Σεραφείμ, αναφέρθηκε αρχικά στην θαυμαστή εμφάνιση της Υπεραγίας Θεοτόκου στο Ναό της Ευαγγελιστρίας Πειραιώς το έτος 1929, κατά την ιερά αγρυπνία του Ευαγγελισμού, όπου η πόλη του Πειραιώς «ευλογήθη κατά τρόπον υπεροχικόν και εξαίσιον, διότι σε αυτόν τον Πανίερον Ναόν, ενεφανίσθη σωματικώς η Υπεραγία Θεοτόκος, επευλογούσα και επιθέτουσα το ιερόν Της μαφόριον, επί τον προσευχόμενον λαόν του Θεού».
Και αυτό το μεγάλο γεγονός της Παναγιοφάνειας, όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος, κατεγράφη στις δέλτους της ιστορίας της πόλεως, εφόσον 800 μάρτυρες κατέθεσαν ενόρκως ενώπιον των αρχών, μεταξύ αυτών και η αστυνομική δύναμη που ευρίσκονταν εκείνη την ώρα στο Ναό, και όλα αυτά ευρίσκονται καταγεγραμμένα στον ημερήσιο Τύπο της εποχής. «Είμεθα λοιπόν σε έναν χώρο τον οποίον επευλόγησε η Υπεραγία Θεοτόκος και αγίασε με την Παναγιοφάνεια Της» συμπλήρωσε ο Σεβασμιώτατος, παρατηρώντας ότι σε αυτόν τον Ναό επεσυνέβη το μεγάλο εκείνο γεγονός που είδε ο Όσιος Ανδρέας ο δια Χριστόν Σαλός, στο Ναό των Βλαχερνών της Κωνσταντινουπόλεως, όταν και πάλι ενεφανίσθη η Υπεραγία Θεοτόκος και επέθεσε το μαφόριο Της επί τον προεσευχόμενον λαόν.
Ιδιαίτερη μνεία έκανε ο Σεβασμιώτατος, και στο μεγάλο γεγονός «της θεόθεν, δια της Παναγίας, θεραπείας της λοιμώδους θανατηφόρου ασθενείας της ευλογιάς το έτος 1895, ότε στα βράχια της Πειραϊκής ευρέθη θαυμαστώς η θαυματουργή εικόνα Της, η επιλεγομένη “Ρόδον το Αμάραντον”» η οποία έκτοτε φυλάσσεται στον ομώνυμο Ιερό Ναό του Πειραιά.
Και γι’ αυτό, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος. «έχουμε την μεγάλη ευλογία, να αισθανόμεθα, όπως βέβαια κάθε άνθρωπος καλής προαιρέσως και θελήσεως, την Παναγία ως δική μας μητέρα, ως δική μας σκέπη, ως πρόσωπον ζωήρυτον και πανακήρατον, που εγγυάται την πνευματική μας αναγωγή και την μυστηριακή μας μέθεξη με τον Πανάγιον Σωτήρα και Κύριο της δόξης Ιησούν Χριστόν».
Και βέβαια, όπως επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος, τα θαύματα της Παναγίας είναι άπειρα, αφού κάθε τόπος έχει και μία θαυματουργή εικόνα και προσφέρει ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης στη Υπεραγία Θεοτόκο, ένα επώνυμο, και είναι άπειρα τα ονόματα Της, όσα και τα θαύματα Της.
Στη συνέχεια, σημείωσε ότι ο Ναός της Ευαγγελιστρίας, «ανηγέρθη υπό των ευσεβών και αοιδίμων προγόνων μας, για να εκπληρώνει τους ιερούς πόθους προς την Υπεραγία Θεοτόκον», αφού στα χρόνια της ανεγέρσεως του ήταν δυσχερής η ναυσιπλοΐα και δεν υπήρχαν τα μέσα για να μπορέσει ο λαός να επιτελέσει το ιερό προσκύνημα του στην Παναγία της Τήνου. Έτσι, ανηγέρθη ο Ναός στο όνομα της Ευαγγελιστρίας, και ο πιστός λαός «εξεπλήρωνε το τάμα του, ερχόμενος και προσκυνών την ιερά Της εικόνα εις αυτόν τον πανίερον τόπον. Γι’ αυτό και η Υπεραγία Θεοτόκος, ηυφράνθην εκ της προσευχής και της αγάπης των τέκνων Της, και επευλόγησε τον Ιερόν αυτόν Ναόν, με την Παναγιοφάνεια Της.»
Η θαυμαστή εύρεση της ιεράς Της Εικόνας, το 1823, όταν εμφανίσθηκε σε οπτασία στην Οσιοτάτη Μοναχή Πελαγία στο Κεχροβούνιο, στην Ιερά Μονή των Αγγέλων, «ήτο μία δυναμική παρότρυνσις στο δούλο γένος, που είχε λάβει τ άρματα για την απελευθέρωσιν του, να συνεχίσει τον επικόν αγώνα. Και να γνωρίζει ότι η Χάρις της Παναγίας και η μεσιτεία και η σκέπη Της, δεν θα το εγκαταλείψει».
Κι όταν βρέθηκε η ιερά Της Εικόνα, προσέτρεξαν εκεί όλοι οι πολέμαρχοι του αγώνα, οι άνδρες και οι γυναίκες που πήραν τα άρματα, για «του Χριστού την πίστη την αγία και της πατρίδος την ελευθερία». Και «πήραν δύναμη και πιστότητα και χάρη και ευλογία, για να συνεχίσουν τον αγώνα υπέρ πίστεως και πατρίδος και να απολαμβάνουμε σήμερα εμείς ελευθέρα την πατρίδα μας και την ιδιοπροοσωπία μας και την πνευματική μας αναγωγή και δύναμη».
Η χάρη της Παναγίας ποτέ δεν εγκατέλειψε τον λαό, τόνισε ο Σεβασμιώτατος και πάντοτε «μετά δυνάμεως και ενσυναισθήσεως πνευματικής», η μητρική Της σκέπη μας περισκέπει, μας αγιάζει και μας χαριτώνει.
Ενθυμούμενος σε αυτό το σημείο, κι ένα ακόμη εξαίσιο θαύμα, σε μία άλλη σκληρή και πέτρινη εποχή, στα χρόνια της γερμανικής κατοχής, «όταν η Κυρία Θεοτόκος και πάλι προσέτρεξε να διασώσει την πόλη του Ορχομενού από την μανία των κατακτητών ναζιστών Γερμανών. Εσταμάτησε η ιδία θαυματουργικώς, τρία γιγαντιαία τανκς, που μαζί με Γερμανούς στρατιώτας, έκαμαν επιδρομή εναντίον της πόλεως για να εκτελέσουν όλους τους άρρενας κατοίκους. Κι όπως κατέθεσε ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός, μία πελώρια γυναίκα, απαστράπτουσα, χαριτόβρυτος, ύψωσε την χείρα Της κι απηγόρευσε την προέλαση των ναζιστικών στρατευμάτων».
Η Υπεραγία Θεοτόκος, δεν θα μας εγκαταλείψει ποτέ, επανέλαβε εμφατικά ο Σεβασμιώτατος, γιατί «είναι η γέφυρα που μας ενώνει με τον Πανάγιον Θεόν. Ιδιαίτερα εμάς τους Ορθοδόξους, οι οποίοι τιμούμε ορθοδόξως το πάντιμον και μεγαλοπρεπές όνομα Του. Γιατί όπως λέγει πολύ δυναμικά ο Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, όποιος δεν τιμά την Υπεραγίαν Θεοτόκον, είναι εκτός της Παναγίας Θεότητος».
Διότι, όπως τόνισε ο Σεβασμιώτατος, δεν αναγνωρίζει το μέγα θαύμα, το οποίο επετέλεσε ο Κύριος μας, δια της ενανθρωπήσεως Του, η οποία συνετελέσθη δι’ Αγίου Πνεύματος, «με όργανο και πρόσωπο που υπούργησε σε αυτό το μεγάλο και τεράστιο έργο του Θεού, την Υπεραγίαν Θεοτόκον. Η οποία με τα μικρά και παρθενικά Της χέρια, άνοιξε τις πύλες της ιστορίας, για να εισέλθει στον χώρο και τον χρόνο, ο Πανάγιος Θεός. Και να μας εξηγήσει ότι είμεθα θείας φύσεως κοινωνοί και σε αυτήν την μεγαλειώδη έκσταση και έκπληξη να μας καλέσει να ανταποκριθούμε».
Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο, επεσήμανε ο Σεβασμιώτατος, η Παναγία, για όλους τους Ορθοδόξους, είναι το πλέον ηγαπημένο και περιπόθητο πρόσωπο. «Είναι το στοργικό μας “είναι”, η δική μας μητέρα, η πανακήρατος Κόρη, επί της οποίας εναποθέτουμε όλες τις δεήσεις και πρεσβείες μας».
Τιμούμε την Κοίμηση Της, που ως άνθρωπος, κι Εκείνη κατέθεσε σε αυτήν την ζωή. Αλλά, συνέχισε ο Σεβασμιώτατος, και την «εις ουρανούς Μετάστασιν του παναγίου και παναχράντου και ζωαρχικού Της σκηνώματος». Το οποίο, τρεις ημέρες μετά τον θάνατο Της, μετέστη στους ουρανούς και ενώθηκε με την παναγία ψυχή Της. «Και ανέστη εκ των νεκρών, πρώτη από όλο το ανθρώπινο γένος, για να είναι η εγγύησις πάντων γι’ αυτήν την κοινή ανάσταση».
Ευχόμενος ο Σεβασμιώτατος, ολοκληρώνοντας τον λόγο του, να ζήσουμε την Κοίμηση Της, ως δικό μας προσωπικό Πάσχα, δικό μας προσωπικό πέρασμα, «από την φθορά και τη αποκαραδοκία της καθημερινότητος, στην αφθαρσία, το φως και την Χάρη του Παναγίου Κυρίου μας. Έχομε Μητέρα αιώνια, χαριτόβρυτον. Έχομε στοργή και αγκαλιά που μας αναμένει, που δέεται για μας. Εμπιστευθείτε παιδιά του Θεού, την Παναγία, κι Εκείνη θα μας οδηγήσει στον Πανάγιον Υιό Της, τον Οποίον μας προβάλλει ως Σωτήρα και Λυτρωτή όλων μας».
Μετά το πέρας της περιφοράς του ιερού Επιταφίου της Παναγίας, στην οποία συμμετείχε πλήθος πιστών, ο Σεβασμιώτατος τόνισε ότι, τελούντες το μικρό Πάσχα του καλοκαιριού, έχουμε την μεγάλη ευλογία και δυνατότητα, εάν το θέλουμε, να μιμηθούμε τον τρόπο υπάρξεως της Παναγίας μας.
Γιατί ως μητέρα του Θεού και των ανθρώπων, «μας χαρίζει έναν τρόπο κοινωνίας με τον Θεό, ανυπέρβλητο. Με άφατη ταπείνωση, με απέραντη στοργή, με εκούσια παράδοση της ελευθερίας. Κι έτσι γίνεται Εκείνη, η μόνη ελευθέρα, η οποία δοξάζεται εις τους αιώνας».
Και γι’ αυτό ο Σεβασμιώτατος παρότρυνε τους πιστούς να μιμηθούν όλοι την Παναγία, προσφέροντας την δική τους ελευθερία στον Θεό, για να αποκτήσουν την απόλυτη ελευθερία της υπάρξεως, πέρα από τα πάθη και τις μικρότητες τους.
Ευχήθηκε τέλος σε όλους, να έχουν την χάρη της Παναγίας, από αυτόν το Ναό που «η ιδία Τον αγίασε ως νέα Τήνο, για να μας χαρίζει ίαση, θεραπεία, ευλογία, φωτισμό και ενδυνάμωση».