ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
(ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ)
Δευτέρα 25 Φεβρουαρίου 2019
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ
11 Νοεμβρίου 1946 Διακήρυξη Γενικής Συνέλευσης Ο.Η.Ε. : Γενοκτονία : «Έγκλημα διεθνούς Δικαίου είτε διαπράττεται σε καιρό ειρήνης ή σε καιρό πολέμου».
9 Δεκεμβρίου 1948: Ο.Η.Ε.: Ομόφωνη Απόφαση για την Σύμβαση «πρόληψης και κατάστολής του εγκλήματος της Γενοκτονίας». Τέθηκε σε ισχύ το 1951.
26 Νοεμβρίου 1968 Γενική Συνέλευση ΟΗΕ: Άρθρο 2 της Σύμβασης: Γενοκτονία συνιστούν κάθε μία από τις κατωτέρω περιγραφόμενες πράξεις όταν διαπράττονται με πρόθεση καταστροφής ολικής ή μερικής, μιας εθνικής, φυλετικής ή θρησκευτιτικής ομάδας.
«Εγκλήματα κατά μελών της ομάδας»:
Από το 1908, κυρίως και συστηματικά από το 1914 έως το 1922: Δολοφονίες, εξοντώσεις, εκτοπίσεις, δημεύσεις περιουσιών, βίαιος εκπατρισμός κατά των Ελλήνων της Μ. Ασίας «Σοβαρές προσβολές κατά της φυσικής ή πνευματικής ακεραιότητας των μελών της ομάδας»:
Βιασμοί γυναικών, ακόμη και στο Ιερό Βήμα εκκλησιών, ακρωτηριασμοί, αρπαγές γυναικών, αιχμαλωσίες, τάγματα Εργασίας, πορείες εξαντλητικές χωρίς νερό – φαγητό, εκτελέσεις με βασανιστήρια. Εκτελέσεις ηγετικών παραγόντων, ιερέων – διδασκάλων – προκρίτων, γεγονότα που προειδοποιούσαν για την τύχη των υπολοίπων. Καταστροφή των αρχαίων, βυζαντινών, νεοτέρων ναών σχολείων, των σχολείων και του ΙΩΝΙΚΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ Σμύρνης, αρχαίων – βυζαντινών – νεοτέρων μνημείων, τυπογραφείων, βιβλιοθηκών, εφημερίδων, εκδοτικών οίκων και πάσης φύσεως αποστέρηση και προσβολή κατά της πνευματικής ανάπτυξης των μελών της καταδιωκόμενης Ομάδας. Βίαιος και ακούσιος διασκορπισμός οικογενειών, συγγενών, βίαια και ακούσια ρήξη κοινωνικής συνοχής. «Εκ προθέσεως υποβολή των μελών της ομάδας σε συνθήκες διαβίωσης, που οδηγούν στη φυσική τους καταστροφή ολική ή μερική»
Εξαναγκασμός εγκατάλειψης γενέθλιας γης, αρπαγή: οικιών, χωραφιών, κινητής – ακίνητης περιουσίας, εκφοβισμός, λεηλασίες, μετατοπίσεις πληθυσμών, εξαναγκασμός υπηρεσίας στον τουρκικό στρατό-φυγόστρατοι, εκφοβισμός για την ελληνική γλώσσα , κυρίως στο εσωτερικό της Μ. Ασίας. Μάνες έπνιγαν τα μωρά τους για να μην προδώσει την ομάδα το κλάμα τους και εκτελούσαν τις θυγατέρες τους για να μην ατιμωθούν. Πολλοί, από αυτές τις κακου- χίες σωματικές, ψυχικές, συναισθηματικές, πνευματικές διασωθέντες στην νησιωτική και ηπειρωτική Ελλάδα απέθαναν σε σύντομο χρονικό διάστημα και άλλοι σημαδεύτηκαν διά παντός. 1.000.000 νεκροί, εκατοντάδες χιλιάδες αγνοούμενοι, αιχμάλωτοι, 1.500.000 πρόσφυγες, οικτρά διαμελισμένοι θρησκευτικοί αρχηγοί: Άγιος Χρυσόστομος Σμύρνης και άλλοι Ιεράρχες.
«Μέτρα που τείνουν στην παρεμπόδιση των γεννήσεων μεταξύ των μελών της ομάδας»
Εκτοπίσεις, αρπαγές γυναικών, αρπαγές – λεηλασίες γης, εκφοβισμοί, αιχμαλωσίες ανδρών – καταναγκαστικά έργα στα Τάγματα Εργασίας.
«Υποχρεωτική μεταφορά των παιδιών της ομάδας σε μία άλλη ομάδα»
Αρπαγές παιδιών, διασκορπισμός παιδιών σε όλα τα μήκη και πλάτη του Κόσμου κατά το 1922, απότομη και υποχρεωτική ένταξή τους σε άλλο περιβάλλον κάτω από αντίξοες συνθήκες.
———————
Φ.Ε.Κ. 32/Α/94 Ν. 2193/1994: Ομόφωνη Απόφαση της Βουλής των Ελλήνων : «Η 19η Μαΐου Ημέρα Εθνικής Μνήμης για την Γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου, από το Τουρκικό Κράτος».
Φ.Ε.Κ : 234/13-10-1998 τ. Α, Ν. 2645: Ομόφωνη Απόφαση της Βουλής των Ελλήνων. «Καθιέρωση της 14ης Σεπτεμβρίου ως ημέρα εθνικής μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων από το Τουρκικό Κράτος» και με το
Π.Δ. 304/2001 (ΦΕΚ 207/τ.Α/21-9-2001): «Οργάνωση εκδηλώσεων μνήμης 14ης Σεπτεμβρίου»:
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΑΝΑ 1955 και απελάσεις 1964
Τα ξημερώματα, στις 6 Σεπτεμβρίου 1955 εξερράγη βόμβα μικρής ισχύος στο σπίτι που, λένε, πως γεννήθηκε ο Μουσταφά Κεμάλ, με ασήμαντες ζημιές. Επρόκειτο για εσκεμμένη ενέργεια, επειδή αποδείχθηκε ότι στην Τουρκία ήταν όλα προετοιμασμένα για τις επιθέσεις εναντίον των Ελλήνων της Κων/πολης. Συντέλεσαν από το ίδιο πρωΐ οι εφημερίδες με εμπρηστικές ειδήσεις και αλλοιωμένες φωτογραφίες . Συγκεντρώσεις μαζών στην πλατεία Ταξίμ αρχίζουν τα επεισόδια. 50.000 Τούρκοι ξεκινούν, από το Πέραν, λεηλασίες και καταστροφές σε ναούς, οικίες, σχολεία, επιχειρήσεις, καταστήματα, ιδρύματα, νεκροταφεία και δολοφονίες Ελλήνων. Λεηλατήθηκαν και καταστράφηκαν 73 ναοί, 3.500 σπίτια και 1.000 από αυτά καταστράφηκαν ολοσχερώς, 4.348 καταστήματα, 110 ξενοδοχεία, 27 φαρμακεία, 23 σχολεία,
21 εργοστάσια. Συνέβησαν 16 θάνατοι, δεκάδες τραυματισμοί, 12 βιασμοί Ελληνίδων. Οικονομική καταστροφή 150.000.000 δολάρια Τα ξημερώματα της 7ης Σεπτεμβρίου, οι Τούρκοι έκαψαν το ελληνικό περίπτερο στην Διεθνή Έκθεση της Σμύρνης, με νέα επεισόδια. Ο στρατός επενέβη όταν η κατάσταση άρχισε να γίνεται ανεξέλεγκτη.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις δεν μπόρεσαν να ξαναστηθούν, 8.000 Έλληνες έμειναν άνεργοι και χιλιάδες εξαναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν την Πόλη και να βρουν καταφύγιο στην Ελλάδα. Μετά το προγκρόμ αυτό συρρικνώθηκε ακόμη περισσότερο ο Ελληνισμός της Πόλης, που αριθμούσε 100.000.
Από την ιστοσελίδα του Υπουργείου των Εξωτερικών:
«Η Ελληνική Μειονότητα και τα Ιδρύματά της στην Κωνσταντινούπολη, την Ίμβρο και την Τένεδο. Κληρονομικά δικαιώματα Ελλήνων ομογενών και περιουσίες των ευαγών ιδρυμάτων (βακουφίων) της ελληνικής μειονότητας.
Η υφαρπαγή, με διάφορους τρόπους, εκατοντάδων ατομικών περιουσιών Ελλήνων μειονοτικών (τόσο αυτών που ήταν Τούρκοι πολίτες όσο, και κυρίως, των εγκατεστημένων Ελλήνων πολιτών) ήταν το άμεσο επακόλουθο των γεγονότων των ετών 1955 και 1964, με συνέπειες που φθάνουν στη σημερινή εποχή.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το ζήτημα των κληρονομικών δικαιωμάτων Ελλήνων πολιτών, απογόνων ομογενών της Πόλης, της Ίμβρου και της Τενέδου. Η Τουρκία, ακόμη και στις αρχές του 21ου αιώνα, δεν αναγνωρίζει, σε Έλληνες πολίτες, το δικαίωμα στην κληρονομική διαδοχή. Την τελευταία δεκαετία, αφ’ ενός δυνάμει των συναφών, μετά από ατομικές προσφυγές, καταδικαστικών, εις βάρος της, αποφάσεων του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (Ε.Δ.Δ.Α.) στο Στρασβούργο, αφ’ ετέρου λόγω της πορείας της προς την Ε.Ε., η Τουρκία, αναγνωρίζει μεν στους Έλληνες πολίτες το δικαίωμα στη διαδοχή, αλλά αγνοεί ή ερμηνεύει κατά το δοκούν το εσωτερικό νομοθετικό πλαίσιο για την κτήση ακινήτων και δεν επιτρέπει την απόλαυση του δικαιώματος αυτού σε Έλληνες, σε αντίθεση με τα ισχύοντα για τους Τούρκους στην Ελλάδα. Η Τουρκική Διοίκηση, με συγκεκριμένες μεθοδεύσεις, αυθαίρετες ή κατ’ επίφαση νόμιμες, οικειοποιήθηκε και συνεχίζει να οικειοποιείται τις περιουσίες των ευαγών ιδρυμάτων (Κοινοτήτων ή Ιερών Ναών) της ελληνικής μειονότητας.
Από τη δεκαετία του ’60 και μέχρι πρόσφατα, η Γενική Διεύθυνση Βακουφίων, με διοικητικές πράξεις άνευ νομικού ερείσματος, χαρακτήριζε ως «κατειλημμένα» (mazbut) ένα μεγάλο αριθμό κοινοτικών ιδρυμάτων και, καταλαμβάνοντάς τα, διαχειριζόταν το σύνολο των περιουσιών που τους ανήκουν. Επίσης, το τουρκικό κράτος δεν αναγνώρισε την, από το 1936 και μετά, κτήση ακινήτων, με αγορά ή δωρεά, από τα ιδρύματα αυτά. Και, ενώ μέχρι το 1974, η μη αναγνώριση της κτήσης ακινήτων γινόταν με διοικητικές πράξεις και τα ακίνητα αυτά περιέρχοντο στο Τουρκικό Δημόσιο, στο χρονικό αυτό σημείο, το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο της Τουρκίας, με απόφασή του, νομιμοποίησε τη διοικητική αυτή πρακτική.
Για την περίπτωση των ακινήτων που αποκτήθηκαν μετά το 1936, σημειώνεται η απόφαση, του Ιανουαρίου του 2007, του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, η οποία δικαίωσε τη Μεγάλη του Γένους Σχολή, επιδικάζοντας υπέρ της αποζημίωση, για ακίνητο, που, ενώ της ανήκε, είχε δημευθεί από το τουρκικό κράτος.
Η Τουρκία, από το 2008, προσπαθώντας να προσαρμόσει τη νομοθεσία της στο ευρωπαϊκό κεκτημένο, ως υποψήφια για ένταξη χώρα, επέφερε, αρχικώς, κάποιες τροποποιήσεις στον παλαιό βακουφικό νόμο του 1936. Αυτές οι τροποποιήσεις, εκτός της μόνης θετικής πρόνοιας για τη διενέργεια εκλογών προς ανάδειξη νέων εφορευτικών επιτροπών των ομογενειακών κοινοτήτων-βακουφίων, δεν έδωσαν λύση στα πραγματικά και μείζονα προβλήματα που αντιμετώπιζαν τα ιδρύματα ως προς τις περιουσίες τους. Διόρθωσαν απλώς κάποιες εξόφθαλμες πρακτικές του παρελθόντος. Για παράδειγμα, οι αρμόδιες τουρκικές Αρχές καταχώρησαν, τυπικά και μόνον, στο Κτηματολόγιο, το όνομα των ιδρυμάτων στα οποία ανήκε ένας μικρός αριθμός ακινήτων, εκεί δηλαδή που, πριν την τροποποίηση αυτή, δεν υπήρχε εγγραφή στη σχετική στήλη.
Ο τουρκικός βακουφικός νόμος 5737 του 2008 φάνηκε να αποτελεί μια σημαντική μεταρρύθμιση προς τη ρύθμιση των, τότε, εκκρεμών ζητημάτων των περιουσιών. Ωστόσο, ο νόμος εφαρμόσθηκε με παρεκκλίσεις και υπήρξαν και παραλείψεις της αρμόδιας Γενικής Διεύθυνσης Βακουφίων. Η Ελλάδα και οι εταίροι της στην Ε.Ε. δεν παρέλειψαν, ωστόσο, να τονίσουν τις ελλείψεις και την ανάγκη επιπρόσθετων νομοθετικών ή διοικητικών παρεμβάσεων, για την επίλυση και εκείνων των ζητημάτων για τα οποία δεν υπήρξε πρόνοια.
Με την τροποποίηση του βακουφικού νόμου, τον Αύγουστο 2011, και την προσθήκη σχετικού μεταβατικού άρθρου, διευρύνθηκε η δυνατότητα επιστροφής περιουσιών ή αποζημίωσης για τις υφαρπαγείσες περιουσίες των ομογενειακών ιδρυμάτων. Η εξέλιξη αυτή ήταν ένα πρώτο βήμα για αποκατάσταση των αυθαιρεσιών του παρελθόντος. Της ρύθμισης εξαιρέθηκαν, εκ νέου, τα κατειλημμένα (mazbut) βακούφια, αυτά, δηλαδή, των οποίων η διοίκηση έχει περιέλθει στο τουρκικό κράτος. Ωστόσο, μετά την εφαρμογή του νέου πλαισίου, διαπιστώνεται ότι ικανοποιήθηκε περίπου το 23% των αιτημάτων για επιστροφή περιουσιών, ενώ το 70% των αιτήσεων απορρίφθηκε ως απαράδεκτο. Ο περιορισμός στην απόλαυση των περιουσιακών δικαιωμάτων των μειονοτήτων στην Τουρκία καταγράφεται και στην Έκθεση (2018) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη χώρα, όπου αναφέρεται ότι εκκρεμούν πολλές αξιώσεις είτε ενώπιον τουρκικών δικαστηρίων είτε ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1), ενώ, παράλληλα, στην αντίστοιχη Έκθεση Προόδου (2016) της χώρας, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή καλεί την τουρκική κυβέρνηση να συνεχίσει το διάλογο με τις μειονότητες για την εξεύρεση λύσεων στα εν λόγω ζητήματα. Επίσης, λόγω των μη ικανοποιητικών αποτελεσμάτων από την εφαρμογή του βακουφικού νόμου, η Ευρωπαική Επιτροπή καλεί για θέσπιση νέου νομικού πλαισίου, με διευρυμένο πεδίο εφαρμογής (2). Άμεση λύση οφείλει, παράλληλα, όπως διαπιστώνεται και στην ως άνω Έκθεση, να δοθεί και στο ζήτημα της έκδοσης των σχετικών εκλογικών κανονισμών για την εκλογή των διοικητικών συμβουλίων των ευαγών ιδρυμάτων. Οι εκλογικοί κανονισμοί καταργήθηκαν αυθαίρετα το 2013 και έκτοτε είναι αδύνατη η διενέργεια εκλογών. Η μη έκδοση νέων κανονισμών παραβιάζει το δικαίωμα των Τούρκων πολιτών –ανεξαρτήτως θρησκεύματος– στο εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Παρά συνεχείς εξαγγελίες της τουρκικής κυβέρνησης σχετικά με την πρόθεση ρύθμισης του θέματος, αυτές παραμένουν κενό γράμμα.
1. European Commission Turkey 2018 Report, Section 2, Chapter 23, page 38. 2. European Commission 2016 Progress Report on Turkey, Section 4, Chapter 23, page 74. »
Οι απελάσεις Ελλήνων υπηκόων από την Πόλη το 1964.
Παραθέτω άρθρο του προέδρου της Ομοσπονδίας Κων/των και καθηγητού του ΕΜΠ, από την εφημερίδα ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ της 23/3/2014:
«Η κυβέρνηση του Ισμέτ Ινονού, τον Μάρτιο του 1964, έθεσε σε εφαρμογή το σχέδιο της διάλυσης της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης. Τα προηγούμενα σχέδια αφανισμού είχαν αποτύχει να εκριζώσουν στην ολότητα τον ελληνισμό της Πόλης, κορυφαία των οποίων ήταν η απαγόρευση πλήθους επαγγελμάτων (νόμος 2007/1932), η επιστράτευση το 1941 στα τάγματα εργασίας όλων των ανδρών 18-45 ετών της ελληνικής, της αρμενικής και της εβραϊκής μειονότητας, ο Φόρος Ευμάρειας (Βαρλίκι, 1942-44) με σκοπό την οικονομική καταστροφή των μειονοτήτων και ακόμα η Νύκτα Τρόμου της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955 κατά την οποία εφαρμόστηκε ένα κεραυνοβόλο σχέδιο καταστροφής του ελληνισμού της Πόλης, που προετοιμάστηκε από τη Διοίκηση Ανορθόδοξου Πολέμου της Τουρκίας με τη συνεργασία της τότε κυβέρνησης, όπως έχει αποδειχθεί πρόσφατα.
Τα ιστορικά στοιχεία που έχουν προκύψει με τη δημοσίευση των Πρακτικών της Δίκης των γεγονότων της 6ης-7ης Σεπτεμβρίου 1955, στη νήσο Πλάτη, εναντίον της ανατραπείσας κυβέρνησης Μεντερές με το στρατιωτικό κίνημα της 27ης Μαΐου 1960, δείχνουν ότι το σχέδιο της μαζικής απέλασης Ελλήνων υπηκόων που διέμεναν στην Κωνσταντινούπολη με το καθεστώς «Εταμπλί», είχε καταστρωθεί από το 1957. Κατά την κατάθεσή του ο μάρτυρας στρατηγός Ρεφίκ Τουλγκά, με την ιδιότητα του υπασπιστή του ανατραπέντος προέδρου της Τουρκίας Τζελάλ Μπαγιάρ, ανέφερε ότι ο τελευταίος τού αποκάλυψε ότι υπάρχει σχέδιο απέλασης των Ελλήνων υπηκόων και κατάσχεσης των περιουσιών τους. Τόσο ο Ινονού όσο και ο Μπαγιάρ, στρατιωτικός ο πρώτος και οικονομολόγος ο δεύτερος, έχουν προέλευση από το Κομιτάτο Ενωση και Πρόοδος του οποίου η ιδεολογία κυβέρνησε την Τουρκία από το 1908, χωρίς ουσιαστικά διαλείμματα, μέχρι τουλάχιστον το έτος 2004 και ακόμα αποτελεί ισχυρή ιδεολογία και έχει επιρροή στα σημερινά γεγονότα στην πολιτική σκηνή της Τουρκίας. Ο Ινονού υπήρξε διοικητής στις αρμενικές επαρχίες την περίοδο 1915-17 των φοβερών εκτοπισμών αλλά και αρχιτέκτονας των διωγμών κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων την περίοδο μετά το 1923 και ειδικότερα κατά της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Πόλης και των νησιών της Ιμβρου και της Τενέδου, που είχαν εξαιρεθεί της ανταλλαγής των πληθυσμών. Ο Μπαγιάρ υπήρξε εκτελεστικό στέλεχος του Κομιτάτου της περιοχής της Σμύρνης και ειδικότερα της Τεσκελάτι Μαχσουσά (Ειδική Υπηρεσία), του παραστρατιωτικού κλάδου του Κομιτάτου, την περίοδο 1914-18, κατά τη διάρκεια των μαζικών διωγμών των ελληνικών κοινοτήτων της δυτικής Μικράς Ασίας. Η αναφορά στα δύο αυτά ισχυρά άτομα –που υπήρξαν θανάσιμοι αντίπαλοι– του πολιτικού σκηνικού της Τουρκίας, δείχνει την αδιάκοπη πολιτική κατά των μη μουσουλμανικών μειονοτήτων με σκοπό τον αφανισμό τους.
Το σχέδιο των διώξεων ήταν έτοιμο από το 1957
Αποτελεί μέγιστη πλάνη, που λέγεται εσκεμμένα ή όχι, ότι οι Ελληνες υπήκοοι στην Κωνσταντινούπολη υπάγονταν στη Συμφωνία της Αγκυρας της 30ής Οκτωβρίου 1930 και ότι η τουρκική κυβέρνηση καταγγέλλοντας μονομερώς τη Σύμβαση αυτή, είχε το δικαίωμα να απαγορεύσει τη διαμονή των Ελλήνων υπηκόων στην Κωνσταντινούπολη. H Σύμβαση «Περί της Ανταλλαγής των Ελληνικών και Μουσουλμανικών Πληθυσμών», που αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της Διεθνούς Συνθήκης της Λωζάννης, στο Αρθρο 2 όριζε τους εξαιρούμενους από την ανταλλαγή Ελληνες κατοίκους της Κωνσταντινούπολης ως εξής: «Θέλουσι θεωρηθή ως Ελληνες της Κωνσταντινουπόλεως, πάντες οι Ελληνες οι εγκατεστημένοι ήδη προ της 30ής Οκτωβρίου 1918, εν τη περιφέρεια της Νομαρχίας Κωνσταντινουπόλεως, ως αυτή καθορίζεται διά του νόμου του 1912». Πρέπει να σημειωθεί ότι στην επίσημη καταμέτρηση των πληθυσμών το 1927 σε σύνολο περίπου 120.000 Ελλήνων της Πόλης οι 26.000 ήταν Ελληνες υπήκοοι που υπάγονταν στο καθεστώς «Εταμπλί». Τον Ιούνιο του 1932, εν μέσω μιας ατμόσφαιρας ενθουσιασμού της «Ελληνοτουρκικής Φιλίας», που ακολούθησε την επίσκεψη του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου στην Αγκυρα το φθινόπωρο του 1930, η κυβέρνηση της Τουρκίας απαγόρευσε την άσκηση ενός μεγάλου συνόλου επαγγελμάτων στους Ελληνες υπηκόους, με αποτέλεσμα να εκπατριστούν περίπου 15.000 από αυτούς την περίοδο 1932-34. Το έτος 1964 ο αριθμός των Ελλήνων υπηκόων ήταν 12.000 σε σύνολο 90.000 ομογενών στην Πόλη.
Η προσεκτική ανάλυση των δεινών που υπέστη η ελληνορθόδοξη κοινότητα της Κωνσταντινούπολης και των νησιών της Ιμβρου και Τενέδου δείχνει την εξής αλήθεια: ότι τα επιμέρους σχέδια των καταπιεστικών και διωκτικών μέτρων αποτελούν κεντρική κρατική πολιτική, σχεδιασμένα σε στρατηγικό επίπεδο ανεξάρτητα από την πορεία των διακρατικών σχέσεων μεταξύ της Ελλάδος και Τουρκίας, των οποίων η εφαρμογή γίνεται όταν η περιρρέουσα ατμόσφαιρα είναι κατάλληλη. Η αρχή αυτή ισχύει και στην περίπτωση των απελάσεων του 1964. Ενώ το σχέδιο είναι έτοιμο τουλάχιστον από το 1957, μάλιστα σχεδιασμένο από το κόμμα του Αντνάν Μεντερές, εφαρμόζεται το 1964 από το αντίπαλο κόμμα με αφορμή τις διακοινοτικές συγκρούσεις στην Κύπρο που επαναλαμβάνονται με ένταση από τα Χριστούγεννα του 1963 και ενώ στην Ελλάδα επικρατεί πολιτική αστάθεια. Είναι σίγουρο ότι και να μη συνέβαινε η ελληνοτουρκική σύγκρουση στην Κύπρο, που υπήρξε εισαγόμενη από τον βρετανικό παράγοντα, η τύχη του Ελληνισμού της Πόλης και των νησιών της Ιμβρου και Τενέδου θα ήταν ίδια, με το δεδομένο της συνεχούς πολιτικής του κράτους της Τουρκίας κατά των «μη αφομοιώσιμων» πληθυσμών και της αδιάφορης στάσης των χωρών που είχαν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης, και βέβαια πρώτης της Ελλάδος.
Αδιαμφισβήτητα η απέλαση των Ελλήνων υπηκόων το 1964-65 υπήρξε μια από τις πλέον βάναυσες παραβιάσεις της Συνθήκης της Λωζάννης. Η οποιαδήποτε επίλυση της Συμφωνίας της Αγκυρας του 1930 δεν ισχύει, αφού δεν μπορεί η διεθνής σύμβαση της Λωζάννης να αντικατασταθεί από μια διμερή σύμβαση. Επίσης, η απέλαση των περίπου 12.000 Ελλήνων της Πόλης υπήρξε μια πράξη μείζονος κλίμακας παραβίασης των θεμελιωδών δικαιωμάτων του ανθρώπου όπως του Καταστατικού του ΟΗΕ και της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (1950) που η Τουρκία είχε ενστερνιστεί από το 1954. Ο βάναυσος και βίαιος τρόπος με τον οποίον διενεργούνταν οι απελάσεις, με τη δέσμευση όλων των περιουσιακών στοιχείων των Ελλήνων υπηκόων για πολλές δεκαετίες –οι συνέπειες υφίστανται μέχρι σήμερα– κάτω από ένα έντονο κλίμα τρομοκράτησης του ελληνισμού της Πόλης την περίοδο 1964-65, με την παράλληλη εφαρμογή του προγράμματος διάλυσης των ελληνικών κοινοτήτων των νήσων της Ιμβρου και Τενέδου, αποτελούν μείζονος κλίμακας παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων με νομικές συνέπειες που δεν παραγράφονται.
Πολλαπλές ευθύνες
Πρέπει να τονιστεί ότι ευθύνη δεν έχει μόνο η τουρκική κυβέρνηση για τη θεραπεία και αποκατάσταση των θυμάτων, αλλά και οι κυβερνήσεις που έχουν συνυπογράψει τη Συνθήκη της Λωζάννης και την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων της Ρώμης (1950), επειδή καμία από αυτές δεν έχει προβεί μέχρι σήμερα σε ενέργειες προς τα διεθνή δικαστήρια για την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων του ελληνισμού της Κωνσταντινούπολης. Οι απελάσεις του 1964 επέφεραν καίριο πλήγμα για τον ελληνισμό της Πόλης, καθώς ο αριθμός των Ελλήνων της Πόλης μειώθηκε από 90.000 σε 30.000 σε διάστημα ενός έτους. Η ανακοίνωση της έναρξης των απελάσεων γίνεται τη 16η Μαρτίου 1964 και αρχίζει αμέσως η ανακοίνωση καταλόγων Ελλήνων υπηκόων και παράλληλα η πρόσκληση αυτών σε ατμόσφαιρα τρομοκρατίας στο 4ο Τμήμα Ασφαλείας Κωνσταντινουπόλεως με αντιμετώπιση αυτών ως εγκληματιών του ποινικού δικαίου. Κορυφαία πράξη βίας υπήρξε ο εξαναγκασμός να υπογράψουν δήλωση που δεν επιτρεπόταν να διαβάσουν ότι δήθεν είχαν διενεργήσει βλαβερές ενέργειες κατά της Τουρκίας. Παράλληλα τα καταπιεστικά μέτρα επεκτείνονταν σε όλα τα μέλη και ιδρύματα της ομογένειας.
Αρκεί να αναφέρουμε τον έντονο οικονομικό αποκλεισμό που οργανώθηκε με την ανοχή της κυβέρνησης της Τουρκίας από τις δεξιές και αριστερές εθνικιστικές φοιτητικές οργανώσεις, αρχίζοντας τον Απρίλιο του 1964, αλλά και την τρομοκράτηση γενικότερα του ελληνικού πληθυσμού περί επικείμενης βίας, συνεχή προπαγάνδα κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου με κυβερνητικές δηλώσεις και δημοσιεύσεις του κατευθυνόμενου Τύπου. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση της ανακριτικής έρευνας κατά της διοίκησης του μείζονος Ιδρύματος Βαλουκλί, αρχές του 1964, με αφορμή τη δωρεά που είχε στείλει η Παγκόσμια Ενωση Εκκλησιών, μιας κεντρικής μονάδας θέρμανσης για το νοσοκομείο, με την κατηγορία ότι περιείχε οπλισμό. Ειδικός στόχος των διωγμών υπήρξαν τα σχολεία με τον διορισμό «υποδιευθυντών» με απόλυτες εξουσίες και αποστολή να καταστρέψουν τα σχολεία με προφανή σκοπό τη διάλυση του κοινωνικού ιστού της ομογένειας.
Ερασιτεχνική και αδιάφορη η αντίδραση της Αθήνας
Είναι σημαντικό να αναφερθεί ότι όλες αυτές οι ενέργειες ενορχηστρώνονταν από την Ειδική Επιτροπή Μειονοτήτων που είχε ιδρυθεί το φθινόπωρο του 1962 και λειτουργούσε στο πρωθυπουργικό γραφείο και της οποίας ο ρόλος αποκαλύφθηκε το 2004 όταν καταργήθηκε. Για πολλά χρόνια, στέλεχος της Επιτροπής αυτής ήταν ο Οκτάι Ενγκίν, ο προβοκάτορας που είχε τοποθετήσει τη νύκτα της 5ης Σεπτεμβρίου 1955 στο προξενείο της Τουρκίας την εκρηκτική ύλη που είχε αποτελέσει το σύνθημα για την έναρξη των επιθέσεων κατά του ελληνισμού της Πόλης.
Τέλος, πρέπει να τονιστεί ότι η αντίδραση των ελληνικών κυβερνήσεων της περιόδου 1964-74 υπήρξε από αδιάφορη μέχρι ερασιτεχνική, που πηγάζει από την αρχή ότι είναι καλό να ξεμπερδεύουμε από «πονοκεφάλους» της ύπαρξης μειονοτήτων, που πηγάζει από τη μυωπική αντίληψη έθνους κράτους, μια καταστροφική αρχή που εφαρμόστηκε και εφαρμόζεται όχι μόνο στην περίπτωση των ελληνορθόδοξων κοινοτήτων της Τουρκίας, αλλά και της Βορείου Ηπείρου, χωρών της Παρευξείνιας Ζώνης και της Αιγύπτου.
* Ο κ. Νικόλαος Ουζούνογλου είναι καθηγητής του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και πρόεδρος της Οικουμενικής Ομοσπονδίας Κωνσταντινουπολιτών.»