ΣΕΛΙΔΕΣ ΜΙΚΡΑΣΙΑΤΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ
(ΓΝΩΡΙΜΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ ΜΑΣ)
Δευτέρα 18 Φεβρουαρίου 2019
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑ
Το γεωλογικό φαινόμενο της κεντρικής μικρασιατικής περιοχής με το ηφαιστιογενές απέραντο οροπέδιο της Καππαδοκικής γης είναι μοναδικό στον Κόσμο. Οι τόνοι λάβας και μάγματος που κυλούσαν για εκατομμύρια χρόνια ασταμάτητα από τα ηφαίστεια, του Ταύρου και του Αργαίου όρους γέμισαν με το εύπλαστο υλικό τους το οροπέδιο. Οι θυελλώδεις άνεμοι, οι δυνατές και κατακλυσμιαίες βροχές, το κλίμα με τις έντονες εναλλαγές παγωνιάς και καύσωνα και τις συστολές και διαστολές που προκαλούσαν αλλά και οι ποταμοί σμίλεψαν, μέσα από τους αιώνες το πέτρωμα της λάβας και του μάγματος δημιουργώντας, φαράγγια, και αμέτρητους πανύψηλους βράχους, που φθάνουν και σε ύψος 80 μ. με παράξενα σχήματα. Η Καππαδοκία απλώνεται σε περιοχή 288 τετρ. χλμ που τα αρχαιολογικά της ευρήματα μας επιτρέπουν να χρονολογούμε την κατοίκησή της, ήδη από τα χρόνια της παλαιολιθικής εποχής.
Η σημαντικότατη στρατηγική γεωγραφική της θέση – κλειδί, που ενώνει την Μ. Ασία, την Ανατολία και την Μ. Ανατολή την έκαναν πολλές φορές θέατρο σφοδρών συγκρούσεων με τους γύρω λαούς που ήθελαν να κατακτήσουν την Μ. Ασία.
Πρώτη φορά ο Ηρόδοτος έκανε λόγο για την Καππαδοκία – κατπατούκια στα αρχαία περσικά (γη που τρέφει όμορφα άλογα) που την κατοίκησαν Χετταίοι, Φρύγες, Λυδοί, Λυκάονες, την κατέλαβαν οι Πέρσες, την εξελλήνισε, όμως, πλήρως ο Μέγας Αλέξανδρος. Αργότερα έγινε ρωμαϊκή επαρχία. Κατά την Βυζαντινή περίοδο γνώρισε την μανία των Αράβων, των Περσών και είναι η πρώτη περιοχή της Μ. Ασίας που κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους, το 1071 μ.Χ. στην άτυχη μάχη του Ματζικέρτ.
Στην αρχαιότητα δύο Καππαδοκίες. Η Μεγάλη Καππαδοκία προς τον Ταύρο με πρωτεύουσα τη Μάζακα (Ευσέβεια Αλεξανδρινών χρόνων), με άλλες μεγάλες πόλεις την Καισάρεια, τη Μελίτη ή Μελιτηνή την Τύανα αρχ. την Κόμανα, αρχαία πόλη με φημισμένο ιερατείο και μαντείο στον ποταμό Σάρο. Η άλλη, η Ποντική Καππαδοκία, με πρωτεύουσα την Αμισό και άλλες πόλεις τη Φαρνακία (αργότερα Κερασούς), Τραπεζούντα, Αμάσεια, Κόμανα.
Υπήρξε αρχαίο θρησκευτικό κέντρο της θεάς Κυβέλης, των Ολύμπιων θεών, του Ουρανίου Διός, του Άττη, του Μίθρα και ήταν γνωστή για τα περίφημα μαντεία και τους ναούς της.
Μετά την μάχη στην Ιψό των επιγόνων του Μ. Αλεξάνδρου υπάχθηκε στο απέραντο κράτος των Σελευκιδών. Έγινε κέντρο ελληνικού πολιτισμού, Γραμμάτων, εμπορίου. Βοήθησε στην εξάπλωση του χριστιανισμού τον 1ο μ.Χ. αιώνα, και έγινε από τα πιο αξιόλογα χριστιανικά κέντρα. Εκεί, γεννήθηκαν, μεγάλωσαν, ρίζωσαν δίδαξαν, πέθαναν μάρτυρες, όσιοι, άγιοι, πατέρες της Εκκλησίας. Βρήκαν καταφύγιο χιλιάδες μοναχοί και μοναχές στα υπόσκαφα κελιά, μονές ή σκήτες.
Ας μνημονεύσουμε τον Επίσκοπο Καισαρείας Βασίλειο τον Μεγάλο, τον αδελφό του Γρηγόριο , τον Γρηγόριο Ναζιανζινό, τον Άγιο Γεώργιο τον Τροπαιοφόρο…..
Η Επισκοπή Καισαρείας ήταν η πρώτη, μετά την Κων/πολη, Μητρόπολη σε ιεραρχία και κύρος και ο Μητροπολίτης της αποκαλείται Πρωτόθρονος υπό τον Οικουμενικό Θρόνο Μητροπολίτης, Υπέρτιμος των υπερτίμων, προς διάκριση των άλλων που καλούνται απλώς Υπέρτιμοι. Πλήθος άλλων Μητροπόλεων ιδρύονται: Τυάνων, Μωκισσού, Nύσσης, Aγίου Προκοπίου, Tαμίσου, Nαζιανζού, Kολωνείας και άλλες πολλές.
Η δύναμη και η επιβολή που είχαν οι Μητροπολίτες της Καισαρείας ήταν τόση που πρωτοστατούσαν σε κάθε πολιτική, εκπαιδευτική, θρησκευτική κίνηση. Έγινε γρήγορα κέντρο κάθε θρησκευτικής και εκπαιδευτικής δράσης, διατηρούμενο για αιώνες.
Οι αυτοκράτορες του Βυζαντίου, διαπιστώνοντας τη, σπουδαιότητα της χώρας για την αντιμετώπιση των Περσών και αργότερα των Αράβων και Τούρκων, την έκαναν μεγάλο στρατιωτικό κέντρο αλλά και μεγάλη διοικητική περιφέρεια με την ονομασία ΘΕΜΑ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΤΩΝ. Ο στρατηγός του Θέματος έφερε στις περισσότερες περιπτώσεις τον τίτλο του πρωτοσπαθαρίου. Λίγες μόνο φορές αναφέρεται ως ύπατος ή και πατρίκιος.
Στον Ταύρο και Αντίταυρο κατασκεύασαν πολλά αμυντικά οχυρωματικά έργα, στα δε πεδινά συγκέντρωναν στρατό για προετοιμασία επιθέσεων. Εδώ έδρασαν και προάσπισαν την Καππαδοκία και κατ’ επέκταση ολόκληρη την Αυτοκρατορία οι Ακρίτες με τα μεγάλα τους και υπεράνθρωπα κατορθώματα. Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης λόγω των συχνών και σφοδρών συγκρούσεων, των σφαγών, των λεηλασιών και των αιχμαλωσιών που τις ακολουθούσαν, αλλά και οι αιματηροί διωγμοί της Εικονομαχίας, έκαναν πολλούς μοναχούς να καταφύγουν και να ασκητέψουν στην Καππαδοκία. Οι κάτοικοι και οι μοναχοί έσκαψαν και διαμόρφωσαν κατοικίες, εκκλησιές, κοιμητήρια μέσα στους βράχους αλλά και υπόγεια κάτω από τη γη. Δημιούργησαν πολυδαίδαλες πόλεις, πολυόροφες με 7-8 ορόφους. Οι υπόσκαφες εκκλησιές της αποδεικνύουν ότι οι Καππαδόκες δεν ζούσαν ευκαριακά αλλά μόνιμα εκεί κάτω ασφαλείς, με σύστημα εξαερισμού που κατασκεύαζαν οι ίδιοι. Η κοιλάδα του Κόραμα αποτελεί υπαίθριο μουσείο υπόσκαφων κατοικιών και έχει ενταχθεί από την UNESCO στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς.
Στα τέλη του 11ου αι., την Καππαδοκία υπέταξαν οι Σελτζούκοι Τούρκοι και αποτέλεσε μέρος του κράτους του Ικονίου ή Σουλτανάτου του Ρουμ. Λίγο μετά την κατάληψη της Κων/πολης, το κράτος αυτό καταλύθηκε και η Καππαδοκία περιήλθε στους Οθωμανούς Τούρκους και άρχισε η μεγάλη φυγή των Ελλήνων προς άλλα μικρασιατικά κέντρα.
Από τον 19ο αιώνα άρχισε νέα ακμή του ελληνοχριστιανικού στοιχείου και των ελληνικών Γραμμάτων στην Καππαδοκία. 1870, ο Μητροπολίτης Καισαρείας, πρ. Δ/ντής της Μεγάλης του Γένους Σχολής Ευστάθιος Κλεόβουλος Ίδρυσε την Καππαδοκική Αδελφότητα στη Κων/πολη, για συλλογή χρημάτων και ίδρυση σχολείων.
Οι Έλληνες της Καππαδοκίας, στην μακρά περίοδο της δουλείας τους, μόνοι και απομονωμένοι διατήρησαν την ελληνικότητά τους και την Πίστη τους μόνον χάρη στην δυναμική ιδιοσυγκρασία τους και στην αστείρευτη θέλησή τους να παραμείνουν Έλληνες. Τα μαρτύρια που υπέστησαν για τόσους αιώνες είναι ανομολόγητα, μάλιστα είναι γνωστό από τις πηγές ότι οι Τούρκοι έφθασαν στο σημείο να τους κόβουν την γλώσσα για να μη μιλούν ελληνικά. Τότε ήταν που εφεύραν την Καραμανλίδικη γραφή. Δηλαδή να γράφουν τουρκικούς φθόγγους με ελληνικούς χαρακτήρες και η αδιάψεύστη μαρτυρία για τούτο είναι η ύπαρξη Ευαγγελίων σ’ αυτό το ιδίωμα.
Μερικές μόνον από τις πολλές πόλεις της Καππαδοκίας: Σινασός με την ανεπτυγμένη ελληνική παιδεία την βαθειά ευλάβεια, τα αρχοντόσπιτα και το δυναμικό εμπόριο των ναυτιλιακών ειδών, αλιπάστων και κυρίως μαύρου χαβιαριού για του οποίου την διακίνηση είχαν την αποκλειστικότητα από τη Ρωσία στην Ευρώπη.
Μαλακοπή, το απόρθητο κάστρο των βυζαντινών που το συναντούμε στο έπος του Διγενή Ακρίτα. Φθάνει σε βάθος 85 μ. και άρχισε να σκάβεται από την αρχαιότητα. Νεάπολη, που πρωτοεμφανίσθηκε στην αρχαιότητα και οι πρώτες λαξευμένες στους βράχους εκκλησιές και υπόγειες κατασκευές ήταν κατακόμβες των πρώτων χριστιανών. Η αρχαία πόλη Τύανα, το κεφαλοχώρι Φάρασα, η Ανακού, η Σίλη, τα Σίλατα. Η κωμόπολη του Προκοπίου χτισμένο σε ύψος 1.200 μέτρα κοντά στον ποταμό Άλυ.
Με την Ανταλλαγή των Πληθυσμών η Καππαδοκία εκκενώθηκε από τους Έλληνες κατοίκους της, μετά χιλιάδες χρόνια. Συντέλεσαν με τους υπόλοιπους Μικρασιάτες από το 1922 στην ανάπτυξη της Ελλάδας.
ΠΙΣΙΔΙΑ
Βρίσκεται στην κεντρική και νότια Μ. Ασία, επάνω στα όρη Ταύρος και Αντίταυρος. Γεμάτη απόκρυνες χαώδεις χαράδρες, τεράστια παρθένα πυκνά δάση, βυθισμένη σε πανάρχαιους μύθους, ορεινή, τραχειά και απρόσιτη δεν έχει σαφή γεωγραφικά όρια. Σε στρατηγικότατη θέση αναχαίτησης των ανατολικών βαρβάρων φύλων, που ήθελαν να εισέλθουν στον ευρωπαϊκό χώρο μέσω του μικρασιατικού. Η Πισιδία δεν είχε εύκολη πρόσβαση προς την θάλασσα και γι’ αυτό βρισκόταν απομονωμένη. Οι πολλές βροχοπτώσεις καθιστούν εύφορο αρκετό από το έδαφός της, ενώ το μεγαλύτερο μέρος είναι τραχύ και άνυδρο. Την διαρρέουν οι ποταμοί Ευρυμέδων, ο θεοποιημένος Κέστρος ( έχουν βρεθεί νομίσματα με την επιγραφή ΚΕΣΤΡΟΣ στην πόλη Σαγαλασσό) και Καταφράκτης, που οι πηγές τους βρίσκονται στα Σελγικά όρη, κοντά στην πόλη Σέλγη. Στην κορυφή του Σολύμου του Αντίταυρου λατρευόταν στην αρχαιότητα ο Σόλυμος Ζευς, όπου υπήρχε και το ιερό του, που ανήκε στην δικαιοδοσία και φύλαξη της πόλης Τερμησού.
Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι η Πισιδία κατοικήθηκε από την Παλαιολιθική εποχή. Η γειτονική Παμφυλία ήρθε σε επαφή και αναμείχθηκε με τις ελληνικές παράλιες αποικίες, αλλά όχι η ορεινή δυσπρόσιτη Πισιδία. Έτσι δεν την κατέλαβαν οι Λυδοί και οι Πέρσες κατά τις επεκτατικές στρατιωτικές επιχειρήσεις τους.
Την Πισιδία εξελλήνισε ο Μ. Αλέξανδρος που, μετά τον θάνατό του, απετέλεσε μέρος του κράτους των Σελευκιδών – Σέλευκος Α΄, υπαγομένη στην Παμφυλία. Σημαντικότερες πόλεις της Πισιδίας στην αρχαιότητα ήταν η Σαγαλασσός, η Κρέμνα, η Πεδνηλισσός, η Σέλγη, η Τερμισσός κ.ά. που οι περισσότερες κατοικήθηκαν από Έλληνες.
Το 102 π.Χ. την κατέλαβαν οι Ρωμαίοι, όπου δημιούργησαν αποικίες των βετεράνων τους και εκλατίνισαν την περιοχή και μιλούσαν λατινικά μέχρι και τον 3ο μ.Χ. αι.
Η χριστιανική θρησκεία κηρύχθηκε από τον Απόστολο Παύλο στην Αντιόχεια. Τα απόκρημνα όρη και οι μεγάλες λίμνες της απέκοπταν την ενδοεπικοινωνία των κατοίκων, γεγονός που παρείχε την δυνατότητα αυτονομίας σε μεγάλες περιοχές. Έτσι η κεντρική διοίκηση, κυρίως, στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου να έχει πρόβλημα διοίκησης. ΟΙ κάτοικοι πολλές φορές επιδόδονταν στην ληστεία και ακολουθούσαν τους στασιαστές κατά της κεντρικής διοίκησης. Πολλοί, δε, από τους αυτόχθονες κατοίκους δεν είχαν ακόμη εκχριστιανιστεί. Μέχρι τον 3ο αι.
Η επαρχία Πισιδίας ιδρύθηκε τον 4ο αι., (308-311 μ.Χ), με πρωτεύουσα την Aντιόχεια, που έγινε και η καθέδρα της Μητροπόλεως Πισιδίας.
Στα πρακτικά της Α΄ Οικουμενικής Συνόδου Nικαίας, έχουν αναγραφεί έντεκα εκκλησιαστικές έδρες στην Πισιδία. Σύμφωνα με τον Συνέκδημο του Iεροκλή, στα τέλη του 5ου αι. και αρχές του 6ου αι. υπήρχαν 25 πόλεις, ενώ τον 7ο αι. η Μητρόπολη Aντιοχείας περιείχε 18 επισκοπές.
Από το 314 ανήκε στη διοίκηση Aσιανής και από το 370, τα ανατολικά εδάφη της μέχρι και το Iκόνιο στην επαρχία Λυκαονίας. H επαρχία Πισιδίας συνόρευε στα νότια με την Παμφυλία, στα ανατολικά με τη Λυκαονία και στα δυτικά με τη Φρυγία Πακατιανή. Στα βόρεια συνόρευε με την επαρχία Φρυγίας Σαλουταρίας, της διοικήσεως Aσιανής, και την επαρχία Γαλατίας ΙΙ της διοικήσεως Ποντικής. Λόγω της γεωμορφολογίας της και της δυσκολίας των κατοίκων της, οι αυτοκράτορες προσπαθούσαν να εξεύρουν λύσεις πότε διαχωρίζοντας την πολιτική από την στρατιωτικής διοίκηση και πότε ενοποιώντας τες σε ένα πρόσωπο. Mετά το 669 η επαρχία Πισιδίας περιήλθε στα Θέματα των Aνατολικών και Καραβησιάνων.
Ο καταστροφικός σεισμός του 518, η πανώλη του 542 αποδεκάτισαν και αποδυνάμωσαν τον πληθυσμό και οι επιθέσεις, επιδρομές, λεηλασίες των Αράβων από τον 7ο αι. συρρίκνωσαν την Αντιόχεια και άλλες πολλές πόλεις. Η Πισιδία είχε μετατραπεί σε απέραντο στρατόπεδο. Από την Ύστερη Βυζαντινή περίοδο δεν υπάρχει ο τίτλος Μητροπολίτης Αντιοχείας, αλλά Πισιδίας.
Τον 8ο αιώνα, οι επιδρομές αυξήθηκαν. Το 1071, μετά την μάχη του Ματζικέρτ, κατακτήθηκε από τους Σελτζούκους Τούρκους, όπου ίδρυσαν το Σουλτανάτο του Ρουμ. Μετά την επέλαση των Οθωμανών εντάχθηκε στο βιλαέτι του Ικονίου. Τότε, συνέβησαν και οι ομαδικοί εξισλαμισμοί των Ελλήνων χριστιανών κατοίκων.
Στην Πισιδία υπάρχουν τρεις περίφημες λίμνες,. Η μεγαλύτερη Η Πρόσταινα, η μεγαλύτερη, στα ΒΑ της, στην πόλη του Εγιρδήρ, υπήρξε κέντρο αλιείας αλλά και το σημαντικότερο θέρετρο της περιοχής. Η Βάρις, κοντά στην Σπάρτη, μικρότερη, που ονομάστηκε έτσι από την ομώνυμη λέξη (πλοιάριο με επίπεδη καρίνα) και όπου έπρεπε να τοποθετείται η ομώνυμη επίσης αρχαία πόλη. Η Ασκανία με βάθος 920 μ., που πήρε το όνομα της από τη λατρεία του Θεού Μηνός Ασκηνού, προστάτη των Πισιδών, στα ΝΔ της Πισιδίας, κοντά στο Πολυδώριο. Οι κάτοικοι ασχολούνταν με το εμπόριο, την γεωργία, την κτηνοτροφία, την παραγωγή ροδελαίου και με την περίφημη ταπητουργία τους. Στην νεότερη εποχή σημαντικές πόλεις ήταν: Η Σπάρτη, το Εγιρδήρ, το Νησί.
Οι Πισιδοί δεινοπάθησαν και τα πρώτα χρόνια του 29ου αι. με την υποχρεωτική στρατολόγηση, το 1908, την επιστράτευση του 1914, την εξορία των όλων ανδρών άνω των 15 ετών προς τα βάθη της Ασίας το 1921, Ανταλλαγή των πληθυσμών και ένταξη στην κοινωνία της Μητέρας Ελλάδας.