Στην Εκκλησία μας, ο ρόλος της εικονογραφικής τέχνης γίνεται καθαγιαστικός, εξυπηρετεί την πνευματική ανάγκη του πιστού. Δεν ζωγραφίζονται οι τοίχοι των Ναών για να στολίσουν και να ευχαριστήσουν αισθητικά τους εκκλησιαζομένους.
Στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει…» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και σε συνεργασία με το Εκπαιδευτικό Πρόγραμμα του Πανεπιστημίου Πειραιώς «Κοινωνία – Πολιτισμός – Θρησκεία», την Παρασκευή 17 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε το 4ο Θεολογικό Αρχονταρίκι στο οποίο συζητήθηκε το θέμα: «Τέχνη και Εκκλησιαστική Τέχνη – Η σχέση Θρησκείας και Τέχνης».
Στην συζήτηση συμμετείχαν ο κ. Γεώργιος Μποζάς, αγιογράφος, εικαστικός και ο κ. Δημήτριος Μεράντζας, εικαστικός.
Την εκδήλωση συντόνισε ο κ. Γεώργιος Μανώλης, M.Sc. Ερμηνευτικής Θεολογίας.
Γεώργιος Μανώλης
Προλογίζοντας την εκδήλωση, ο κ. Γεώργιος Μανώλης, M.Sc. Ερμηνευτικής Θεολογίας που είχε και τον συντονισμό της, σημείωσε στην αρχή τη σημασία της πίστης και της τέχνης στην διαχρονική πορεία του ανθρώπου στη γη.
Στο πέρασμα των χρόνων, ο άνθρωπος ενθυμούμενος την τρυφή του παραδείσου, πάντοτε επιζητούσε την κοινωνία του με τον Θεό. Η παρουσία της πίστης στις σχέσεις ανθρώπου και Θεού οφείλεται στην φαινομενική απουσία του Θεού από τον κόσμο. Με την πίστη ο άνθρωπος υπερβαίνει τα αισθητά και επεκτείνεται στα υπεραισθητά.
Εξίσου σημαντικό και διαχρονικό στοιχείο της ανθρώπινης φύσης αποτελεί και η τέχνη. Σύμφυτη με την ανθρώπινη πορεία, είναι και η καλλιτεχνική δημιουργία.
Η τέχνη, υπογράμμισε, αποτελεί μέσο έκφρασης για πολλούς ανθρώπους. «Μέσω μίας καλλιτεχνικής δημιουργίας εκφράζονται σκέψεις, ιδέες, αντιλήψεις για διάφορα θέματα.
Εκτός από μέσο έκφρασης, η τέχνη προσφέρει απόλαυση και ικανοποίηση στο κοινό, σε όσους γίνονται αποδέκτες των μηνυμάτων που οι δημιουργοί επιχειρούν να περάσουν. Η σημασία της στη ζωή του ανθρώπου είναι αδιαμφισβήτητη.»
Γεώργιος Μποζάς
Πρώτος έλαβε τον λόγο ο αγιογράφος και εικαστικός κ. Γεώργιος Μποζάς, ο οποίος και αναφέρθηκε στην τέχνη της εικονογραφίας στον Ορθόδοξο κόσμο.
Η ζωγραφική της Εκκλησίας είναι μια τέχνη ιδιόμορφη με τον ιδιαίτερό της χαρακτήρα, σημείωσε. Εξαρχής ο σκοπός της ήταν η διακονία στις ανάγκες των πιστών, άλλοτε ως Ευαγγέλιο των αγραμμάτων, είτε η εν γένει αισθητική προσέγγιση του Θείου.
Στην Εκκλησία μας, ο ρόλος της εικονογραφικής τέχνης γίνεται καθαγιαστικός, εξυπηρετεί την πνευματική ανάγκη του πιστού. Δεν ζωγραφίζονται οι τοίχοι των Ναών για να στολίσουν και να ευχαριστήσουν αισθητικά τους εκκλησιαζομένους.
«Αποδίδοντας με ιδιαίτερη τεχνική, κώδικες και συμβολισμούς, αλληγορικά και με τον ρεαλισμό της θεολογικής απόδοσης, κατορθώνει την υπερβατικότητα και οδηγεί στα σκαλοπάτια της πνευματικής κλίμακας, ώστε να μορφωθεί στις ψυχές των πιστών, ο μυστικός παράδεισος.
Μέσω της αγιοκατάταξης, των μορφών του Χριστού, της Παναγίας, των Αγίων, επιτυγχάνεται η θριαμβεύουσα Εκκλησία να βρίσκεται σε συνεχή επικοινωνία με την στρατευμένη.»
Η βυζαντινή τέχνη της εικονογραφίας στον Ορθόδοξο κόσμο, ακολουθεί την ανατολική παράδοση στην αισθητική της αποκάλυψη, παρασύροντας στο υπερβατικό κλίμα όλο τον χώρο του Ναού.
Αρνείται η αγιογραφική τέχνη τη νατουραλιστική ατμόσφαιρα της κοσμικής πραγματικότητας. Κύριο μέλημα της, ο τονισμός των πνευματικών χαρακτηριστικών των προσώπων, με βασικό γνώμονα τη θεία αλλοίωση.
Στη Δύση, συνέχισε, η τέχνη αποτελεί έναν διάκοσμο χωρίς βαθύτερο νόημα. Υποβάλλει στην τέρψη και την αισθησιακή απόλαυση. Ακολουθεί όμοια, την όποια καλλιτεχνική εξέλιξη των κοσμικών τεχνών.
«Η βυζαντινή ζωγραφική δεν παραμένει ακίνητη και στείρα, αλλά από τεχνίτη σε τεχνίτη παραλλάσει και προσαρμόζεται στην εποχή. Αποφεύγοντας την καταξίωση της εφήμερης τέχνης, προχωρά με ρυθμό, με την πνευματική εξέλιξη, χωρίς να διασπάται η οργανική ενότητα και διατηρεί τον εσωτερικό και εξωτερικό χαρακτήρα της.»
Δημήτριος Μεράντζας
Ακολούθως μίλησε ο κ. Δημήτριος Μεράντζας, εικαστικός, αναπτύσσοντας το θέμα «Το πραγματικό και το φανταστικό στην τέχνη».
Η ομιλία του είχε ως σημεία αναφοράς δύο κεντρικά ερωτήματα.
Τι δημιουργεί τελικά την ανάγκη της ανθρώπινης έκφρασης και δημιουργίας έργων Τέχνης, και πως βιώνουμε σαν θεατές ένα έργο που μας προκαλεί το ενδιαφέρον;
Και τι είναι αυτό που μετατρέπει την απλή θέαση ενός εικαστικού έργου σε μία βιωματική εμπειρία που μεγιστοποιεί την αντιληπτικότητα, προσδίδοντας μία «γεύση» συμμετοχής και κατ’ επέκταση ενός πανανθρώπινου μοιράσματος, ενός οικουμενικού κοινού τόπου ;
Τέχνη είναι η πνευματική ηδονή, κατά τον Πλάτωνα. Ο πρωταρχικός κανόνας της τέχνης είναι να προκαλεί ευχαρίστηση και συγκίνηση. Όλοι οι άλλοι κανόνες έχουν γίνει για να τηρείται αυτός ο πρώτος κανόνας.
«Η τέχνη πρέπει να αιφνιδιάζει την πραγματικότητα. Ο κοινός συνδετικός ιστός προέρχεται από την εκτίμηση ότι η πραγματικότητα δεν έχει αξία και νόημα ως ένα κλειστό σύστημα δεδομένων που καθορίζει τον κόσμο αυταρχικά και αδιαπραγμάτευτα.
Αλλά είναι μια ελαστική και ευμετάβλητη μάζα πληροφοριών, διανοητικών κατασκευών και οπτικών οντοτήτων, που όταν βρισκόμαστε μέσα στις απαραίτητες συνθήκες ελευθερίας, οφείλουμε να την αντιμετωπίζουμε με δημιουργική αμφιβολία – αμφισβήτηση και διαλεκτική.»
Η πραγματικότητα γεννά την φαντασία, υπογράμμισε ο ομιλητής. Διαστέλλεται και πλησιάζει το άπειρο όταν δεν είμαστε απέναντι της εφησυχασμένοι, παραιτημένοι και υπό την επήρεια του φόβου.
Καλώς ή κακώς, η πραγματικότητα και η φαντασία συνυπάρχουν κάτω από συνθήκες αμοιβαίας εξάρτησης και θα είναι ιδιαιτέρως εποικοδομητικό να συμφωνήσουμε πως αυτοί οι δυο, φαινομενικά διαφορετικοί, κόσμοι είναι τελικά ένας. Η πραγματικότητα τροφοδοτεί την φαντασία και η φαντασία την πραγματικότητα. Πρόκειται για τις δύο πλευρές του ιδίου νομίσματος.
«Όταν δημιουργείται ένα έργο – μοιραία- κουβαλάει μέσα του τα σημάδια, τις σκέψεις και τις προσδοκίες του δημιουργού του. Απελευθερώνεται όμως μέσα από τα μάτια των θεατών και απογειώνεται μέσω των διαφορετικών εκδοχών που το έργο γίνεται αντιληπτό, προσλαμβάνεται και εν τέλει συναισθηματικά και διανοητικά, οικειοποιείται.»
Του Σταμάτη Μιχαλακόπουλου / Φωτ.: Παναγιώτης Καράπασιας