Μια παρουσίαση πλειάδας χαρακτηριστικών αγιογραφικών δειγμάτων όπου επιχειρήθηκε μία εισαγωγή στην θεολογία των εικόνων, ως προς την θεολογική σκέψη και πράξη, αλλά και την ιστορία της ορθόδοξης εικονογραφίας.
Στο «Ενοριακό Αρχονταρίκι» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς και στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Ευαγγελίστρια 2024», ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Σπυρίδων Τσιμούρης, Θεολόγος, Εκπαιδευτικός, φιλοξένησε τον Πρωτοπρεσβύτερο π. Ανδρέα Ανδρεόπουλο, Reader in Orthodox Christianity, University of Winchester, Visiting Professor of Theology, Agora University, Alexandria, Research Associate, The Hellenic Institute, Royal Holloway, University of London, σε μια συζήτηση με θέμα «Η θεολογία με χρώματα. Η παράδοση της ορθόδοξης εικονογραφίας».
Μέσα από την παρουσίαση πλειάδας χαρακτηριστικών αγιογραφικών δειγμάτων, ο π. Ανδρέας επιχείρησε μία εισαγωγή στην θεολογία των εικόνων, ως προς την θεολογική σκέψη και πράξη, αλλά και την ιστορία της ορθόδοξης εικονογραφίας.
Κατέδειξε την εξέλιξη στην ιστορία της απεικόνισης από την αρχαία Ελλάδα στα αγγεία, τους πίνακες και κυρίως στην γλυπτική. Μέσα σε αυτήν την ιστορική διαδρομή καταγράφεται η τάση και η θέληση για την απεικόνιση των θεών.
Εξελίχθηκε μάλιστα τόσο πολύ η τέχνη της απεικόνισης, ώστε να είναι εύκολα αναγνωρίσιμο το πρόσωπο που αφορούσε, όπως στις περιπτώσεις των αρχαίων φιλοσόφων. Αυτό συνεχίσθηκε όχι μόνο στην γλυπτική, αλλά και στα πορτρέτα σε εγκαυστική που σώζονται στην ελληνιστική τέχνη και έχουν μεγάλη σημασία για την εικονογραφία και τον λαϊκό μας πολιτισμό.
Κάποιες από αυτές τις απεικονίσεις είχαν γίνει όταν οι εικονιζόμενοι ήταν ζωντανοί και διατηρήθηκε η ομοιότητα τους μετά τον θάνατο τους. Αυτό νοηματοδότησε σε μεγάλο βαθμό και την πολύ μεταγενέστερη δυτικοευρωπαϊκή τέχνη.
Κάτι πολύ σημαντικό για τον πιο πρόσφατο πολιτισμό μας είναι το γεγονός ότι μια μεγάλη γενιά Ελλήνων αγιογράφων και ζωγράφων, με πρώτο τον Φώτη Κόντογλου, καλλιέργησαν την δική τους κοσμική και εκκλησιαστική τέχνη, μελετώντας πρώτα απ’ όλα αυτήν την ελληνιστική τέχνη και παράδοση.
Στην αρχή του 20ου αιώνα έγιναν δύο σημαντικές αρχαιολογικές ανακαλύψεις, δύο συναγωγές στην Παλαιστίνη και την Συρία, είναι ολόκληρες εικονογραφημένες, από τον 2ο αιώνα μ.Χ. Και βλέπουμε ότι συνδυάζοντας την διηγηματική παράδοση της Π. Διαθήκης και την εξέλιξη της απεικόνισης στον ελληνιστικό κόσμο, ήδη στην εβραϊκή παράδοση υπάρχει αυτό το αποτέλεσμα όπου μια θρησκευτική ιστορία θα ειπωθεί με έναν τέτοιον εικονικό τρόπο.
Επομένως υπήρχε ένα ισχυρό πλαίσιο όπου έχει μπει κατά κάποιον τρόπο, η «γραμματική» της ιστορίας με κάποιον εικονικό τρόπο. Κι έτσι όταν έρχεται ο χριστιανισμός βρίσκει ένα τέτοιο πεδίο και οι πρώτες εικόνες βρίσκονται στις κατακόμβες.
Στη συνέχεια ο π. Ανδρέας αναφέρθηκε στην δυσκολία των πρώτων χριστιανικών κοινοτήτων μπαίνοντας στην γλώσσα των εικόνων, με κάποια συνέχεια που έχει έναν διάλογο με το παρελθόν, όμως η μεγάλη διαφορά που παρατηρούμε είναι ότι ήδη από τον 6ο αιώνα υπάρχει μία πολύ εξελιγμένη συμβολική γλώσσα.
Τονίζοντας κατά την διάρκεια της παρουσίασης του που διανθίστηκε με μία εκτεταμένη σειρά αρχαιότερων αλλά και νεότερων εικόνων, ότι μία ενδιαφέρουσα αρχή στην εικονογραφία, είναι ότι δεν ενδιαφέρεται τόσο για την ιστορία, αλλά για την θεολογία.
Δηλαδή για την πνευματική και θεολογική θεώρηση που έχουμε τώρα, παρά για το τι ακριβώς έγινε τότε. Κι έτσι έχουμε πολλά παραδείγματα όπου η ιστορική αλήθεια θυσιάζεται στο βωμό της θεολογικής ακρίβειας.