Έπαιρνε τα προβλήματα των αδελφών, σαν δικά του και γι’ αυτούς παρακαλούσε νυχθημερόν με δάκρυα στα μάτια. Και ο καθένας έπαιρνε απαντήσεις για το πρόβλημα του και αισθανόταν ένα δέος.
Ιερά αγρυπνία τελέστηκε την Τετάρτη 1 Δεκεμβρίου (Αββακούμ προφήτου, Πορφυρίου οσίου του Καυσοκαλυβίτου) στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, κατά τη διάρκεια της οποίας κήρυξε τον θείο λόγο, ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Αντώνιος Χρήστου, κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Γλυφάδας.
Η αγρυπνία και η ομιλία εντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει» και μεταδόθηκαν από το κανάλι του προγράμματος στο YouTube.
Ο π. Αντώνιος στην ομιλία του αναφέρθηκε στον τιμώμενο άγιο Πορφύριο τον Καυσοκαλυβίτη, σημειώνοντας καταρχήν πως οι άγιοι της Εκκλησίας μας, είναι οδοδείκτες στη ζωή μας.
Υπενθύμισε στη συνέχεια τους βασικούς σταθμούς του βίου του αγίου, μέχρι και την οσιακή του κοίμηση. Όπως παρατήρησε, ο άγιος έβλεπε τον κάθε άνθρωπο, σαν τον ίδιο τον Χριστό. Τον έβλεπε πάντοτε στην προοπτική και τη δυναμική του, ως κατά χάριν άγιο.
«Κι ενώ είχε το διορατικό χάρισμα και τον περνούσε, κυριολεκτικά, από ακτινογραφία, παρόλα αυτά άφηνε στους ανθρώπους την ελευθερία και τους έφερνε σε μία κατάσταση, να βρίσκουν παρηγοριά και παραμυθία για το πρόβλημα τους.
Πάντοτε έβλεπε ως ευκαιρία τον Χριστό και δεν τον ανησυχούσε ο θάνατος, γιατί ήξερε ότι δεν υπάρχει θάνατος, τον είχε καταργήσει ο Χριστός με την Ανάσταση Του.»
Πιο πολύ ανησυχούσε ο άγιος Πορφύριος, συνέχισε ο π. Αντώνιος, για τον πνευματικό θάνατο, τον οποίο έχουν οι άνθρωποι με τα μάτια ανοιχτά. Και εδώ είναι το πρόβλημα, τόνισε, γιατί δεν έχουν συναίσθηση ότι οι ίδιοι έχουν πεθάνει κατά Χριστόν. Ήξερε ότι οι άνθρωποι δεν συνειδητοποιούν, ότι δεν ζουν, αλλά απλά επιβιώνουν.
Στην Εκκλησία ερχόμαστε για να ζήσουμε με τον Κύριο, παρατήρησε ο π. Αντώνιος, κι όταν ζούμε, μαζί Του, δεν μας πιάνει ο θάνατος, έχει νικηθεί. Κι έτσι τα προβλήματα μας δεν έχουν καμιά αξία, μπροστά στον Θεό.
Και γι’ αυτό ο άγιος, παρά τα πολλά θαύματα που έκανε, ότι πρόβλημα κι αν είχε, το εκλάμβανε πάντοτε ως ευλογία και δεν ζητούσε, για τα δικά του προβλήματα, την ίαση.
Εργαζόταν μέσα στην ημέρα και το βράδυ έκανε πολλές αγρυπνίες και προσευχές. Μέσα στην Αθήνα, έκανε αγιασμούς στα πορνεία της Ομόνοιας και δεν ντρεπόταν γι’ αυτό.
Γιατί πήγαινε στην προοπτική του ανθρώπου, γιατί η σωτηρία έχει μια δυναμική, δεν είναι σταθερή κατάσταση, αλλά μια πορεία που ο άνθρωπος πέφτει, αλλά σηκώνεται.
Και ο άνθρωπος, όπως σημείωσε, δεν θα κριθεί γιατί έπεσε, αφού είναι αδύναμος και δεν υπάρχει άνθρωπος που θα ζήσει και δεν θα αμαρτήσει. Θα κριθεί όμως γιατί δεν σηκώθηκε κι αυτή είναι η ευθύνη, η προσπάθεια και ο σκοπός της ζωής του.
«Ο άγιος έπαιρνε τα προβλήματα των αδελφών, σαν δικά του και γι’ αυτούς παρακαλούσε νυχθημερόν με δάκρυα στα μάτια. Και ο καθένας έπαιρνε απαντήσεις για το πρόβλημα του και αισθανόταν ένα δέος.
Γιατί οι άγιοι μας είναι οι φίλοι του Κυρίου, που ακολούθησαν τα διαβήματα Του.»