Η πίστη τους ήταν τέτοια που αναγνώριζαν τον Χριστό ως τον σεσαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού. Κι όχι απλώς Τον αποδέχτηκαν και Τον πίστεψαν, αλλά πίστεψαν και σε αυτά που είπε και δίδαξε, ακολούθησαν το παράδειγμα του και δεν δίστασαν να Τον ομολογήσουν.
Στην ιερά αγρυπνία που τελέστηκε την Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου, παραμονή της εορτής της αγίας μεγαλομάρτυρος Βαρβάρας, του οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και του αγίου ιερομάρτυρος Σεραφείμ Επισκόπου Φαναρίου, στον Ιερό Ναό Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, προεξήρχε ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Πρόδρομος Κολτουκτσόγλου ενώ τον θείο λόγο κήρυξε ο Πρωτοπρεσβύτερος π. Μαυρουδής Γκούμας, κληρικός της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, εκ των εφημερίων του Ναού.
Η αγρυπνία και η ομιλία εντάσσονται στο πλαίσιο του προγράμματος «ΕΝΟΡΙΑ εν δράσει» και μεταδόθηκαν διαδικτυακά μέσα από το κανάλι του προγράμματος στο YouTube.
Ο π. Μαυρουδής στον λόγο του, αναφέρθηκε στους τιμώμενους αγίους της ημέρας, που έζησαν σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της πορείας του κόσμου.
Η αγία Βαρβάρα μαρτύρησε τους πρώτους αιώνες του χριστιανισμού, από το χέρι του ίδιου του πατέρα της. Μεγάλωσε σε ειδωλολατρική οικογένεια, και ήταν τόσο πολύ όμορφη, που ο πατέρας της αναγκάστηκε να την κλειδώσει σε έναν πύργο.
Δεν γνωρίζουμε το πως η αγία διδάχθηκε και ασπάσθηκε τον χριστιανισμό. Ο πατέρας της, πεπεισμένος ότι η κόρη του εγκατέλειψε τα είδωλα και ασπάσθηκε τον Χριστό, θέλησε να την σκοτώσει.
Την οδήγησε ενώπιον του έπαρχου, όπου υπέμεινε φρικτά μαρτύρια και εν τέλει αποκεφαλίστηκε από το χέρι του ίδιου του πατέρα της.
Στη συνέχεια ο π. Μαυρουδής αναφέρθηκε στον όσιο Ιωάννη τον Δαμασκηνό, που έζησε την εποχή της εικονομαχίας. Ανδρώθηκε μέσα σε μια ευσεβέστατη οικογένεια και έλαβε πλούσια μόρφωση.
Αν και έφτασε στο σημείο να γίνει ο σύμβουλος του χαλίφη της Δαμασκού, εν τούτοις εγκατέλειψε την κοσμική δόξα και καταφεύγοντας στα Ιεροσόλυμα, ασπάστηκε τον μοναχισμό κι έγινε μοναχός στη Μονή του Αγίου Σάββα.
Πένα οξύτατη και πολυγραφότατη, που άσκησε έλεγχο στον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα και αυτός θυμωμένος και οργισμένος, ζητάει να φτιάξουν ένα έγγραφο, προσπαθώντας να αντιγράψουν τον γραφικό χαρακτήρα του αγίου. Το έστειλε στον χαλίφη της Δαμασκού, παγιδεύοντας τον στην ουσία, λέγοντας ότι αυτός του παραδίδει το χαλιφάτο.
Ο χαλίφης οργισμένος του κόβει το χέρι. Και οι σύμβουλοι του, που τον γνώριζαν, παρακάλεσαν τον χαλίφη να δείξει έλεος και να του δώσει το κομμένο του χέρι.
Ο άγιος, πήρε το χέρι του, γονάτισε μπροστά στην εικόνα της Παναγίας και Την παρακάλεσε με θέρμη να το αποκαταστήσει. Και αποκοιμισμένος από τον πόνο, όταν ξύπνησε, το χέρι ήταν κολλημένο στην θέση του, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα.
Ο άγιος Σεραφείμ, Επίσκοπος Φαναρίου, για τον οποίο μίλησε στη συνέχεια ο π. Μαυρουδής, μαρτύρησε στα χρόνια της εθνικής μας παλιγγενεσίας. Γόνος ευλαβούς οικογένειας, γαλουχήθηκε στα νάματα της πίστεως και της πατρίδας και ασπάστηκε τον μοναχισμό.
Έφτασε στο σημείο, λόγω της ασκήσεως και της καθαρότητος που είχε, όχι απλώς να γίνει ηγούμενος στην Μονή της Κορώνης, αλλά η χάρη του Θεού τον οδήγησε στο μεγάλο αξίωμα της ιεροσύνης και στον βαθμό της αρχιεροσύνης.
Τον συνέλαβαν οι Τούρκοι και ζήτησαν να αρνηθεί την πίστη του και να γίνει μουσουλμάνος, ώστε να γίνει εφαλτήριο για να οδηγήσουν στο ισλάμ τους υπόλοιπους κατοίκους των Αγράφων. Ο άγιος αψήφησε τις φοβέρες και την εξουσία του κόσμου και στο τέλος μαρτύρησε.
Ο π. Μαυρουδής ολοκληρώνοντας την ομιλία του, αναρωτήθηκε, τι ήταν άραγε εκείνο, που ώθησε τους τρεις αυτούς ανθρώπους, οι οποίοι έζησαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες, σε διαφορετικές χρονικές περιόδους, να μην αρνηθούν τον Χριστό.
Η πίστη τους ήταν τέτοια που αναγνώριζαν τον Χριστό ως τον σεσαρκωμένο Υιό και Λόγο του Θεού. Κι όχι απλώς Τον αποδέχτηκαν και Τον πίστεψαν, αλλά πίστεψαν και σε αυτά που είπε και δίδαξε, ακολούθησαν το παράδειγμα του και δεν δίστασαν να Τον ομολογήσουν.
Οφείλουμε να μιμηθούμε το παράδειγμα των αγίων μας, συμπλήρωσε, και να εδραιώσουμε την πίστη μας. Ακόμα και κάτω από τις δύσκολες συνθήκες που βιώνουμε σήμερα.
«Και είναι απλά τα πράγματα. Δεν έχουμε παρά να μελετήσουμε την Αγία Γραφή, έτσι ώστε να γνωρίσουμε τον Θεό. Να εφαρμόσουμε το νόμο και την διδασκαλία Του, στην καθημερινότητα μας.
Κι επειδή είμαστε άνθρωποι και πολλές φορές υπερβάλλουμε, να καταφεύγουμε στο πετραχήλι του πνευματικού και αυτός να μπει στην διαδικασία να μας βοηθήσει να εφαρμόσουμε τον λόγο του Θεού, σύμφωνα με το βάρος που μπορούμε να σηκώσουμε.
Να μάθουμε να κάνουμε υπομονή και υπακοή, να καλλιεργούμε την ταπείνωση. Και να είμαστε σίγουροι, ότι έχοντας μυστηριακή ζωή και πράξη, τότε τα πάντα θα ευλογηθούν από τον Θεό στη ζωή μας κι εμείς θα είμαστε σε θέση να σταθούμε στα πόδια μας, έχοντας γνώση και εμπειρία της μυστηριακής ζωής και πράξης της Εκκλησίας μας.»