27 Απριλίου, 2024

Select your Top Menu from wp menus

«Εν δράσει 2018 – Σεμινάρια»: «Θέματα Πειραϊκής Ιστορίας»

Από την Δευτέρα 22 Ιανουαρίου και για 7 εβδομάδες το πρόγραμμα «Ενορία εν δράσει…» του Ιερού Ναού Ευαγγελιστρίας Πειραιώς, σε συνεργασία με τον Σύνδεσμο Επιστημόνων Πειραιώς πραγματοποιεί Σεμινάριο γνωριμίας με την ιστορία του τόπου μας. Το φετεινό θέμα είναι «Θέματα Πειραϊκής Ιστορίας» με εισηγητές την κα Αρχοντία Παπαδοπούλου, ιστορικό, φιλόλογο και πρ. Διευθύντρια Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και τον κ. Στέφανο Μίλεση, ιστορικό ερευνητή και Πρόεδρο της Φιλολογικής Στέγης Πειραιά.

Οι περιλήψεις του Σεμιναρίου:

Συνάντηση 1η  – Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 

 
Ο Πειραιάς στην προϊστορία. Ο πολιτισμός των Μινυών
 
     – Πρόλογος. Οι υποθέσεις της ιστορίας δεν αποτελούν τεκμήρια. Ανάγκη αναθεώρησης και επαναχρονολόγησης των ιστορικών περιόδων.
– Ο Κατακλυσμός του Δευκαλίωνα. Η συνολική αποδοχή ενός γιγαντιαίου κατακλυσμού.
– Ο Πειραιάς νησί – Περαιεύς = πορθμεύς, Αρχικός τύπος ονόματος ήταν Περαιεύς με την εναλλαγή του ε σε ει έγινε Πειραιεύς. Επίσης ο αντικριστός τόπος που στέκει πέρα της Αττικής γης.
– Πρώτοι οικιστές
– Αλίπεδον. Σύγχρονες μαρτυρίες περί της ύπαρξης Αλιπέδου ζώνης.
– Πρωτελληνικά φύλα και Μινύες
– Εγκατάσταση Μινυών στον Πειραιά και λατρευτικές συνήθειες
– Σπηλιά Αρετούσας (Αρέθουσας)
– Σηράγγειον, Σπηλιά του Παρασκευά, Σπηλιά του Λαλαούνη
– Τα θαυμαστά έργα των Μινυών και τα κατορθώματά τους
– Προβληματισμός για το «Τετράκωμον Ηράκλειον» και τη διαίρεση του Κλεισθένη
– Ερωτήματα που δημιουργούν αντιφάσεις σχετικά με την χρονολόγηση της ιστορίας (Δικαστήριο Φρεαττύδας, Τρωικός πόλεμος, προ Θεμιστόκλειο εποχή
– Επίλογος
 
Συνάντηση 1η  – Δευτέρα 22 Ιανουαρίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
 
 
Η ΝΑΥΤΙΚΗ ΠΑΡΟΥΣΙΑ ΤΟΥ ΠΕΙΡΑΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ
 
Το Φάληρο (όρμος σημερινού Παλαιού Φαλήρου) αποτελούσε το πρώτο επίνειο των Αθηνών, μέχρις ότου ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάρριος, (όταν έγινε Επώνυμος Άρχων των Αθηνών, το 493 π.Χ,) χρησιμοποίησε ως επίνειο τον λιμένα του Κανθάρου. Ήταν Αρχηγός της Δημοκρατικής Μερίδας με ουσιαστικά προσόντα πολιτικού ανδρός: ευφυής, έξυπνος, μεθοδικός, αποτελεσματικός, διορατικός, τολμηρός, οξυδερκής. Εγκαινιάζει την ναυτική πολιτική του με την τείχιση του Πειραιά, επειδή θεωρεί ασφαλέστερους τους λιμένες του: Μουνυχία – Ζέα – Κάνθαρο και προβλέπει ότι οι Πέρσες, μετά την ήττα τους στον Μαραθώνα θα επανέλθουν. Η οχύρωση του Πειραιά ξεκίνησε από την βόρεια πλευρά και διακόπηκε με την μάχη του Μαραθώνα, όπου Ο Θεμιστοκλής ήταν στρατηγός και επικεφαλής των οπλιτών της φυλής του. Πίστευε ότι η Αθήνα έπρεπε να τους αντιμετωπίσει στην θάλασσα. Επιθυμούσε ισχυρότατη – αυτάρκη την Πόλη – Κράτος των Αθηνών. Με τον πολεμικό στόλο θα καθιστούσε την Αθήνα απρόσβλητη από την θάλασσα στους εχθρούς Αιγηνήτες, Κορίνθιους, Πέρσες. Ο εμπορικός στόλος θα έδινε κύρος, δύναμη, επιβολή στην Αθηναϊκή Δημοκρατία. Το Άστυ θα γνώριζε τεράστια οικονομική ανάπτυξη. Εισαγωγές – εξαγωγές αγαθών : Μεγάλη Ελλάδα – Σικελία –νησιά, Μ. Ασία – Μαύρη Θάλασσα. Για να εφαρμόσει την πολιτική του φρόντισε να απομακρύνει τους πολιτικούς αντιπάλους του (όπως τον Αριστείδη) με οστρακισμούς και άρχισε την κατασκευή περιτείχισης του Πειραιά και την ένωση με την Αθήνα. Τρία προβλήματα αντιμετώπισε που τα έφερε εις πέρας : Να πείσει τους Αθηναίους και μάλιστα τους θήτες ( ελεύθεροι αλλά ακτήμονες Αθηναίοι πολίτες με καμία στρατιωτική υποχρέωση), να αποτελέσουν τα πληρώματα των πλοίων. Έτσι τους εξασφάλισε και εισόδημα σε καιρό ειρήνης με τον εμπορικό στόλο και τους πρόσφερε την αξία να πολεμήσουν για την πατρίδα σε καιρό πολέμου. Επίσης έπρεπε να βρει οικονομικούς πόρους εσόδων για την ναυπήγηση του στόλου. Βρήκε έσοδα από τα ορυχεία Λαυρίου και μάλιστα από μία νεοακαλυφθείσα φλέβα αργύρου στην Μαρωνεία Λαυρίου που απέδωσε 100 τάλαντα (600.000 αττικές δραχμές). Έπεισε τους πολίτες να μην μοιραστούν τα πλεονάζοντα χρήματα όπως συνηθιζόταν, αλλά να δανειστούν από την Πολιτεία σε 100 πλούσιους πολίτες ( ένα τάλαντο στον καθένα) για την ναυπήγηση μια νεώς. Η Αθήνα και ο Πειραιάς μεταβλήθηκαν σε ένα απέραντο εργοτάξιο και πλήθος πολιτών βρήκαν δουλειές. Κατασκευάστηκαν 147 πλοία και 53 εφεδρικά. Αφού ο Θεμιστοκλής δημιούργησε την νίκη της Σαλαμίνας, ο Πειραιάς γίνεται πόλος έλξης κατοίκων από το 478. Οστρακίσθηκε το 472/1 και απέθανε στην Μαγνησία του Μαιάνδρου Μ. Ασίας το 459 π. Χ. Τα οστά του μεταφέρθηκαν, μετά από την τελευταία του επιθυμία, από τα παιδιά του στην Αθήνα και τάφηκαν απέναντι από την Ψυτάλλεια και την Σαλαμίνα.
 
Ο Περικλής στήριξε και αυτός το μεγαλείο της Αθηναϊκής Δημοκρατίας στην θάλασσα. Διοίκησε από το 461 – 429, που εκλεγόταν συνεχώς Στρατηγός της πόλης – κράτους των Αθηνών. Ευφυής πολιτικός ηγέτης, δεινότατος ρήτορας, άριστος στρατιωτικός, επιδέξιος διπλωμάτης, τολμηρός και ριζοσπαστικός. Ανοικοδόμησε τα Μακρά Τείχη και ενίσχυσε την τείχιση της Πειραϊκής Ακτής, κάλεσε τον Μιλήσιο πολεοδόμο Ιππόδαμο να σχεδιάσει την πόλη του Πειραιά, δημιούργησε και οργάνωσε τον λιμένα Κάνθαρο ως το κυριότερο εμπορικό λιμάνι της Μεσογείου. Ίδρυσε το Εμπορείον, πέντε στοές, αγκυροβόλεια επιβατικών, εμπορικών πλοίων, αλιευτικών, δύο Αγορές (πόλης και λιμένος), ναούς, θέατρα, δημόσια κτήρια. Μετά τον θάνατο του Περικλή και την νίκη των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους λήγει ο Πελοποννησιακός Πόλεμος, το 404 π.Χ., με την ήττα της πόλης – κράτους των Αθηνών. Η Συνθήκη περιελάμβανε τους παρακάτω εξευτελιστικούς όρους για την Αθήνα: 1. Οι Αθηναίοι να παραδώσουν όλα τα πλοία τους, εκτός από 12, 2. Να κατεδαφιστούν τα Μακρά τείχη και τα τείχη του Πειραιά, 3. Να επανέλθουν όλοι οι πολιτικοί εξόριστοι, 4. Να ακολουθούν τους Σπαρτιάτες και να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους.
 
Οι Σπαρτιάτες καταλαμβάνουν την πόλη και εγκαθιστούν στην Εξουσία Ολιγαρχικούς, τους Τριάκοντα Τυράννους. Από εκεί και πέρα, αρχίζει, αργά αλλά σταθερά η παρακμή της Αθηναϊκής δύναμης και κατ’ επέκταση και η παρακμή του επινείου της ο Πειραιάς. Το λιμάνι εξακολουθεί, βέβαια, να είναι η θαλάσσια πύλη της Αθήνας. Ένα χρόνο αργότερα, ο αρχηγός της Δημοκρατικής Μερίδας των Αθηνών, Θρασύβουλος, με εξόριστους και αυτοεξορίστους δημοκρατικούς ξεκίνησαν από την Θήβα, όπου οργανώθηκαν, και διά μέσου της Φυλής έφθασαν στον Πειραιά, κατέλαβαν το λιμάνι της Μουνυχίας και επανεγκαθίδρυσαν το δημοκρατικό πολίτευμα στην Αθήνα.
 
Το 400 π.Χ. ο πλούσιος απελεύθερος (πρώην δούλος) Πασίων ίδρυσε Τράπεζα στον Πειραιά και πλήρωνε εμπόρους για λογαριασμό τρίτων.
 
Ο Κόνων ανοικοδόμησε, το 394 – 393 π.Χ., τα γκρεμισμένα τείχη του Πειραιά και ενίσχυσε την οχύρωση περιμετρικά της Πειραϊκής Ακτής με ισχυρότατα τείχη και ενισχυτικούς πύργους. Ίδρυσε και το Αφροδίσειον, προς τιμήν της Αφροδίτης για την ναυτική του επιτυχία κατά των Περσών στην Κνίδο Μ. Ασίας. Είναι η εποχή της ανασυγκρότησης του ναυτικού εμπορίου της πόλης των Αθηνών. Μεταξύ των ετών 347 – 323 π.Χ. ανοικοδομούνται και οι νεώσοικοι και κτίζεται η Σκευοθήκη του Φίλωνος 347-6 π.Χ. που ολοκληρώθηκε το 323-2 π.Χ.. Το 345 π.Χ. συνάπτεται Συνθήκη Ειρήνης μεταξύ Αθηναίων και Φίλιππου της Μακεδονίας και ο Πειραιάς αρχίζει να αναπτύσσεται και πάλι. Η παρακμή του ξεκινά από τα χρόνια της μακεδονικής κυριαρχίας, όταν το 322 π.Χ. οι Αθηναίοι εξεγείρονται κατά της Μακεδονικής κυριαρχίας, ηττώνται και στο λόφο της Μουνιχίας εγκαθίσταται μόνιμη Μακεδονική φρουρά, δείγμα της πλήρους υποταγής της πόλης. Από εδώ και στο εξής το λιμάνι του Πειραιά καθίσταται κέντρο πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των Μακεδόνων βασιλέων και έτσι, θα οδηγηθεί την παρακμή. Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής, το 307 π.Χ. καταστρέφει το φρούριο της Μουνυχίας και εκδιώκει την Μακεδονική φρουρά και οι Αθηναίοι του προσφέρουν τον Πειραιά. Το 251 π.Χ. οι Αθηναίοι ξαναρχίζουν επισκευές στα τείχη και την οχύρωση των λιμανιών.
 
Το 146 π.Χ., ο Πειραιάς και η υπόλοιπη Ελλάδα, κατακτώνται από την Ρώμη και το 86 π.Χ. ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας καταστρέφει, λεηλατεί τον Πειραιά και καίει τα δάση του όρους Αιγάλεω. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες Ιούλιος Καίσαρας, Οκταβιανός Αύγουστος, Αδριανός και οι Αντωνίνοι έκαναν προσπάθειες ανάκαμψης του Πειραιά, επειδή κατάλαβαν την σπουδαιότητά του. Το 67 π.Χ. ο Πομπήιος αναλαμβάνει αγώνα κατά των πειρατών που λυμαίνονταν την Μεσόγειο και κατασκευάζει πρόχειρα έργα στον Πειραιά. Ανοικοδομεί την στοά του Δείγματος και μερικούς νεωσοίκους. Το 176 μ.Χ. οι Αντωνίνοι ξανακατασκευάζουν πρόχειρα λιμενικά έργα για τους επιβάτες και τα εμπορεύματα, τα οποία οδηγούν σε μικρή αύξηση της κίνησης του λιμανιού. Ο Πειραιάς, παρά τα προβλήματα, εξακολουθούσε να κατοικείται. Υπάρχουν αρχαιολογικά ευρήματα που αποδεικνύουν αυτό το γεγονός, με κατοικίες, ακόμη και πλουσίων, εργαστήρια, δεξαμενές. Η μεγάλη και τελειωτική καταστροφή επέρχεται με την επέλαση των Γότθων και των Ερούλων το 271 μ. Χ. οπότε, τρομοκρατημένοι οι κάτοικοι εγκαταλείπουν τον Πειραιά. Διαπιστώνουμε τις πολλές προσπάθειες που γίνονταν κατά καιρούς για να αναλάβει και πάλι η πόλη του Πειραιά την ναυτική της εξουσία, αλλά πλέον οι πολιτικές συγκυρίες προοιώνιζαν την ερήμωσή της.
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
Θουκιδίδου Ιστορίαι- Πλούταρχου Βίοι Παράλληλοι – Παυσανίου Περιήγησης – Ιστορία Ελληνικού Έθνους Εκδοτικής Αθηνών.
 
 
Συνάντηση 2η  – Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 
Η καταστροφή του Πειραιά από τον Σύλλα
 
     – Το βασίλειο του Πόντου (Καππαδοκίας) του Μιθριδάτη Στ’.
     – Η συμμαχία της Αθήνας με τον Μιθριδάτη. Οι προσωπικότητες των ανδρών Αριστίωνα και Αρχέλαου.
     – Η εμφάνιση του Σύλλα με τον Ρωμαϊκό στρατό.
     – Η πολιορκία του Πειραιά και της Αθήνας.
     – Η στρατηγική του Αρχέλαου στον Πειραιά, οι συνεργάτες των Ρωμαίων και η στρατιωτική σκληρότητα του Σύλλα – Το «Λουκούλλειον» νόμισμα.
     – Η ζωή των πολιορκούμενων πολιτών και η καθημερινότητά τους.
     – Η πτώση της Αθήνας και οι τελευταίες στιγμές του Πειραιά.
     – Η λεηλασία της πόλης και η ολοσχερής καταστροφή της.
     – Τα ιαματικά λουτρά του Σύλλα και η επιστροφή του στον Πειραιά!
     – Η φωτιά που κατακαίει ό,τι απέμεινε.
     – Η αρπαγή των έργων τέχνης και φόρτωσή τους στα πλοία. Το πλιάτσικο των κερδοσκόπων.
     – Το ναυάγιο του 1907 και το Μουσείο «Μπαρντό» της Τυνησίας με τους πειραϊκούς θησαυρούς που παρουσιάζονται ως «Θησαυροί της Μεσογείου»!
     – Τα χάλκινα αγάλματα του Πειραιά (1959).
     – Η τύχη του Σύλλα και το τέλος του.
 
 
Συνάντηση 2η  – Δευτέρα 29 Ιανουαρίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
 
Ο Πειραιάς στην βυζαντινή εποχή και την Τουρκοκρατία
Το 334 μ.Χ. ο Μέγας Κωνσταντίνος μεταφέρει την πρωτεύουσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ελλαδικός χώρος αποτελεί τα Ανατολικά σύνορα της Αυτοκρατορίας και είναι μια απλή Επαρχία του νέου κράτους. Η οικονομική δραστηριότητα μεταφέρεται στον Μικρασιατικό χώρο. Το λιμάνι του Πειραιά, όμως, ουδέποτε έπαψε να αποτελεί το επίνειο της Αθήνας. Είχε, εντούτοις, εντελώς αποδυναμωθεί από τις καταστροφές και λεηλασίες των βαρβαρικών φυλών και του Ρωμαίου στρατηγού Σύλλα. Εξακολουθούσε να κατοικείται, αλλά η πόλη, εντελώς συρρικνωμένη, υπήρχε μόνο γύρω από τον ναό του Σωτήρος Διός και της Αθηνάς Σώτειρας – στην περιοχή γύρω από τον σημερινό ναό της Αγίας Τριάδας. Ακόμη ένα σοβαρότατο πρόβλημα αποτελούσαν οι πειρατές που λυμαίνονταν τα νησιά, τα λιμάνια και τις παράλιες περιοχές. Οι πειρατές, προξενούσαν λεηλασίες στην Αίγινα, Σαλαμίνα, Πειραιά και τρόμο στους κατοίκους, ενώ έπλεαν συνεχώς στον Σαρωνικό. Κατά την Ρωμαϊκή Εποχή αντιμετωπίστηκαν καίρια, από τον αυτοκράτορα Οκταβιανό Αύγουστο με ένα ολοκληρωμένο και μεθοδευμένο πρόγραμμα εξόντωσης τους. Η πειρατεία επανήλθε, όμως, από άλλες φυλές κατά την βυζαντινή περίοδο. Οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες, επίσης, χρησιμοποιούσαν το ελληνικό έδαφος για τους εμφυλίους πολέμους τους και έτσι κατέστρεφαν και τις περιοχές των συγκρούσεών τους. Το ίδιο γεγονός συνέβαινε και με το λιμάνι του Πειραιά, όπου πολλές φορές αποβίβαζαν τον στρατό τους, ή τον χρησιμοποιούσαν για να αποπλεύσουν, ή να πάρουν εφόδια. Έτσι, το 324 μ.Χ. ο Κωνσταντίνος αντιμετωπίζει τον Λικίνιο στην Ανδριανούπολη και αποβιβάζει, με 1200 πλοία, τον στρατό του στο λιμάνι του Πειραιά. Το 395 μ.Χ. ο Γότθος Αλάριχος εισβάλει στην Ελλάδα και μέσω των Θερμοπυλών εισβάλλει στην Αττική, την λεηλατεί και καταστρέφει οριστικά τον Πειραιά. Την άνοιξη του 551 μ.Χ. καταστροφικός σεισμός με επίκεντρο την πόλη του Σχίναιου (Αχινό ή αρχαίος Εχίνους), καταστρέφει τα τείχη των Θερμοπυλών, αποκόπτεται το Αταλαντονήσι (ήταν χερσόνησος) και καταστρέφει και τα λιμενικά έργα του Πειραιά. Από το λιμάνι του εξακολουθούν να διακινούνται τα αγροτικά προϊόντα, κρασί, ελιές, λάδι, μεταξωτά κλπ της Αττικής. Ο βυζαντινός στόλος, πολλές φορές επισκέπτεται το λιμάνι για διαφόρους στρατιωτικούς λόγους όπως: Το 662 – 663 μ.Χ. ο αυτοκράτωρ Κώνστας Β’, πηγαίνοντας στις Συρακούσες, παρέμεινε όλο τον χειμώνα με τον στόλο στον Πειραιά, αφού του παρείχαν ασφάλεια, κατά τους ιστορικούς συγγραφείς της εποχής εκείνης, η Ακρόπολη των Αθηνών και ο φυσικός λιμένας του Πειραιά. Το 778 μ.Χ. ο βυζαντινός στόλος παρέλαβε την Ειρήνη την Αθηναία και την συνόδευσε στην Κωνσταντινούπολη για να παντρευτεί τον αυτοκράτορα Λέοντα Δ΄. Το 935 μ.Χ. Σαρακηνοί αποβιβάζονται στον Πειραιά και λεηλατούν την Αττική. Το 1019 μ.Χ. ο Βασίλειος Βουλγαροκτόνος, μετά την νίκη του κατά των Βουλγάρων στο Κλειδί της Μακεδονίας, αποβιβάζεται στον Πειραιά, επισκέπτεται την Αθήνα και προσκυνά στην Παναγία Αθηνιώτισσα στον Παρθενώνα. Τον 11ο αιώνα, σ’ έναν σχεδόν, πλέον έρημο Πειραιά, διήλθαν οι Βάραγγοι – μισθοφόροι του Βυζαντίου – που χάραξαν, μάλλον, στην δική τους ρουνική γραφή και επιγραφή στον Λέοντα του Πειραιά. Ιδρύεται το μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (στο σημείο όπου βρισκόταν το Αφροδίσειον του Κόνωνος), με ισχυρά τείχη με ισχυρά περιμετρικά τείχη, επάλξεις και πολεμίστρες. Είσοδος θολωτή, με διπλές πύλες. Εντός της μονής υπήρχε διώροφο συγκρότημα κελιών, Τράπεζα, εργαστήρια των μοναχών κλπ. Στο μέσον του θόλου των δύο πυλών υπήρχε οπή απ’ όπου οι μοναχοί έριχναν βραστό λάδι και καυτό μολύβι στους εισερχομένους με βία. Το 1735 αναγνωρίσθηκε επίσημα ως μονή και τοποθετήθηκε Ηγούμενος με την επωνυμία «Σπυριδωνίτης» και οι μοναχοί «Σπυριδωνίτες» Μέχρι τότε υπαγόταν ή στην μονή Δαφνίου ή στην μονή Καισαριανής. Ήταν πολύ πλόυσια μονή και όλη η πειραϊκή χερσόνησος αποτελούσε κτήμα της ή αλλιώς βακούφι της. Επίσης είχε αρκετά μετόχια, εκ των οποίων το γνωστότερο βρισκόταν στην περιοχή του Καραβά, του οποίου ο μετοχιάρης συμμετείχε στις συνελεύσεις των κατοίκων της για την εκλογή της Δημογεροντίας ή για οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα ή ανάγκη προέκυπτε. Η μονή ενίσχυε συνεχώς το κύρος της μέχρι που το 1767 έγινε σταυροπηγιακή, υπαγόταν, δηλαδή στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και στα θεμέλιά της σχημάτιζαν σταυρό. Από τα κείμενα της εποχής έφθασε μέχρις εμάς και ένα θαυμαστό περιστατικό. Στα τέλη του 15ου αι. η Αθήνα και η γύρω περιοχή δεινοπάθησε από σμήνος ακρίδων που κατέστρεφαν την γεωργική περιοχή. Οι κάτοικοι τότε ζήτησαν από τον άγιο Σεραφείμ, που βρισκόταν, ακόμη, εν ζωή (ο άγιος Σεραφείμ κοιμήθηκε το 1602), να τους βοηθήσει. Διαβάζουμε, λοιπόν, πως «Έπεσε ακρίδα στους αγρούς των Αθηνών. Ο άγιος Σεραφείμ ήρθε στον άγιο Σπυρίδωνα. Έψαλε «σώσον Κύριε τον λαό Σου», έριξε τον Σταυρό στην θάλασσα του Πειραιά και οι ακρίδες, σαν σμήνος ήρθαν και έπεσαν στο λιμάνι και πνίγηκαν. Οι κάτοικοι είδαν το θαύμα και ήπιαν νερό θαλασσινό που ήταν γλυκό. Ήπιαν και οι Αγαρηνοί». Νεότερος μικρός ναός κτίσθηκε στα θεμέλια του πρώτου το 1835 και σημερινός ναός θεμελιώθηκε 1868 επί Δημαρχίας Δημ. Μουτσοπούλου. Το λιμάνι του Πειραιά χρησιμοποιείται σπάνια — και ευκαιριακά— για εμπορικές συναλλαγές. Το 1204 μ.Χ. ο Λέων Σγουρός λεηλάτησε την Αττική. Αποκρούστηκε στην Ακρόπολη από τον μητροπολίτη Μιχαήλ Χωνιάτη. Πολιόρκησε την Αθήνα, έκανε αποκλεισμό του λιμανιού από τη θάλασσα και διέκοψε το θαλάσσιο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη Το έτος 1318 μ.Χ. συναντούμε, για πρώτη, την ονομασία Πόρτο Λεόνε ή Πόρτο Δράκο σε έγγραφες αναφορές ξένων προξένων. Ο Πειραιάς χάνει και την ονομασία του. Οι Ενετοί αποτείχισαν την Πειραϊκή από το λιμάνι μέχρι την Ζέα και κατασκεύασαν ενετικό φρούριο στον λόφο της Μουνιχίας ( Καστέλλα). Το 1456 οι Οθωμανοί καταλαμβάνουν την Αθήνα και τον Πειραιά. Οι περιηγητές μιλούν για δύο ώρες δρόμο με το άλογο μέχρι την Αθήνα, τις αρχαιότητες – ερείπια του Πειραιά, το μεγάλο, βαθύ, ασφαλές λιμάνι, έστω με ερειπωμένα λιμενικά έργα, ελάχιστους κατοίκους. Οι επιδρομές πειρατών με αιχμαλωσίες και βασανισμούς των λιγοστών κατοίκων, ακόμη και του Τούρκου τελώνη είναι συχνές. Το 1674 αφηγούνται πρόξενοι ξένων χωρών πως: «χριστιανοί πειρατές απεβιβάστηκαν στο λιμάνι και κακοποίησαν ολόκληρο το παρακείμενο χωριό, άρπαξαν αιχμαλώτους και τον τελώνη..». Ακόμη έχουμε και καταγραφές αρχαιοτήτων από απεσταλμένους Οθωμανών και Ευρωπαίων ώστε να τα αφαρπάξουν. Το 1579 οι περιηγητές μιλούν για «όμορφο ασφαλές λιμάνι που μπορούν να αγκυροβολήσουν πολλά πλοία. Πολλά γαλλικά και ιταλικά πλοία». Τον Πειραιά κατοικούν Έλληνες, Τούρκοι, Εβραίοι, Ιταλοί. Άρα ανεπτυγμένο εμπόριο: μετάξι βαμβάκι, βελανίδια εισάγουν για Αθήνα (Σετίνη η Αθήνα από το 1576). Το εμπόριο, ξαναζωντανεύει στα μέσα 17ου αι. Ενδεικτική βιβλιογραφία: «Πειραϊκό Αρχείο: Από τον 11ο αι. μέχρι το 1820» Ευάγγ. Παρασκευά Ιστορία Ελληνικού Έθνους – Εκδοτικής Αθηνών «Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα» και «Πώς είδαν οι Ξένοι την Ελλάδα του ’21 (1821-1829)», Κυρ. Σιμόπουλου.
 
Συνάντηση 3η  – Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 
Η αρπαγή του πειραϊκού Λέοντα Ποτέ άλλοτε και για κανένα άλλο μνημείο πόλης, δεν έχουν μείνει αναπάντητα τόσα ερωτήματα, όσο για το λιοντάρι του Πειραιά.
Ερωτήματα χρόνου (πότε κατασκευάστηκε), Ερωτήματα τόπου (ποιο ακριβώς ήταν το σημείο στο οποίο δέσποζε), γλύπτη που το φιλοτέχνησε και τέλος ερώτημα περί του λόγου κατασκευής και τοποθέτησης (με ποιο δηλαδή ιστορικό γεγονός συνδέεται η αφιερωματική κατασκευή του).
 
Επιπρόσθετα ερωτήματα αφορούν στο ποιος χάραξε -πολλά χρόνια αργότερα- επιγραφή στη ράχη του και για ποιόν λόγο.
 
Το λιοντάρι του Πειραιά, αποτέλεσε για χρόνια το σύμβολο μιας πόλης, ο άγρυπνος φρουρός του λιμανιού, αλλά και σύμβολο της δύναμης και της πνευματικής κυριαρχίας της πολιτείας όπου δέσποζε. Καθισμένο στα δύο πίσω του πόδια, στην ακτή του πειραϊκού λιμένα, με το τεράστιο μέγεθός του και με ορθωμένο κεφάλι του, το λιοντάρι έχοντας το στόμα του μισάνοιχτο, ήταν έτοιμο ανά πάσα στιγμή να επιτεθεί στον επίδοξο εισβολέα της πόλης. Στεκούμενο στον μυχό του λιμανιού, έδινε την εντύπωση της ήρεμης επιφυλακής, της επίπλαστης δηλαδή ηρεμίας που έχει ο φρουρός εκείνος που όταν εκτελεί μια μακρά βάρδια, γνωρίζει ότι αναμένει να δεχθεί επίθεση διατηρώντας έτσι όλες τις αισθήσεις του σε εγρήγορση παρά την εξωτερικά ήρεμη όψη του. Αυτή η αίσθηση κολοσσιαίας δύναμης που εξέπεμπε, ήταν που προέτρεψε τον ιστορικό Ulrichs να ταυτίσει την ονομασία Άλκιμος ακτή του Πειραιά με το σημείο που ίσως καθόταν ο Λέοντας, καθώς Άλκιμος είναι ο ισχυρός. Και αυτός ο άλκιμος γίγαντας σύμφωνα με την άποψή του, ίσως να ήταν ο υπεύθυνος της ονοματοθεσίας της ομώνυμης ακτής (ακρωτηρίου) σε Άλκιμο Ακρωτήριο (θέση που σήμερα καλείται Ακτή Ξαβερίου).
 
Άλλοι ερευνητές πάλι διαφωνώντας με αυτή την τοποθέτηση, καθορίζουν τη θέση της αγρυπνίας του, εκεί που άλλοτε βρισκόταν το ιστορικό ρολόι του Πειραιά (παλαιό Δημαρχείο), στην έκταση μεταξύ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου και του Τινάνειου Κήπου. Επικρατεί επίσης η άποψη ότι το λιοντάρι μετακινήθηκε στο διάβα των ετών και αλλού βρισκόταν στα αρχαία χρόνια συγκριτικά με τη θέση που κατείχε την εποχή του Μεσαίωνα.
 
Και αν παραμένει στην ουσία άγνωστη μέχρι τις μέρες μας η ακριβής θέση του, ακόμα μεγαλύτερες φαίνεται πως είναι οι διαφωνίες που έχουν να κάνουν με τη χρονολόγησή του, αφού κανείς ιστορικός ή περιηγητής της αρχαιότητας δεν αναφέρει κάτι για την ύπαρξή του, ούτε κατά τους κλασικούς χρόνους αλλά ούτε την ύστερη περίοδο της αρχαιότητας.
 
Παρά το γεγονός ότι κάποιοι ιστορικοί μελετητές ανάγουν τη φιλοτέχνησή του στους κλασικούς χρόνους, αυτό δεν τεκμηριώνεται από τις υπάρχουσες πηγές. Άλλοι ισχυρίζονται ότι στήθηκε προς ανάμνηση της Μάχης του Μαραθώνα, ενώ άλλοι ότι στήθηκε στον Πειραιά μετά τη νικηφόρο ναυμαχία της Σαλαμίνας. Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να μιλάμε για Λέοντες του Πειραιά και όχι για το Λιοντάρι του Πειραιά, στηριζόμενοι στο γεγονός ότι πέριξ του Πειραιά βρέθηκαν και άλλοι λέοντες (σε φυσικό μέγεθος, που εκτίθενται σήμερα στο Αρχαιολογικό Μουσείο Πειραιώς). Η άποψη των πολλών λεόντων ενισχύεται και από το γεγονός ότι ο Μελέτιος τον 17ο αιώνα έγραψε ότι ο Πειραιάς καλείται από τους Ιταλούς Πόρτο Λεόνε λόγω των λίθινων λεόντων (πολλών δηλαδή) που είναι μεγάλα και αξιόλογα και που βρίσκονται σε αυτό το λιμάνι. Δεκατρία χρόνια πριν την αρπαγή του, το 1675, οι ξένοι περιηγητές Spon και Wheler που το είδαν από κοντά επισκεπτόμενοι τον έρημο τότε Πειραιά, άφησαν περιγραφή για το Λιοντάρι, σύμφωνα με την οποία ένας σωλήνας διέσχιζε όλη την ράχη του, φτάνοντας μέχρι το στόμα του, γεγονός το οποίο τους οδήγησε στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για δημόσια Κρήνη. Αυτοί είναι επίσης που διέσωσαν έναν από τους πολλούς μύθους γύρω από την ύπαρξή του, που αφορούσαν στις κρύφιες δυνάμεις του λιονταριού τις οποίες κατά κόρον αντάλλασσαν τα πληρώματα των ξένων πλοίων που κατά καιρούς έφταναν στον Πειραιά, κάτι που τότε δεν ήταν αφύσικο καθώς τα πλήθη μαστίζονταν από άγνοια, προκατάληψη και τάση προς μυθολατρεία και δεισιδαιμονία.
 
Οι ταξιδιώτες και οι ναύτες είχαν πλάσει ποικίλες ιστορίες γύρω από την ύπαρξή του, όπως για παράδειγμα ότι μια έγκυος Τουρκάλα που το κοίταξε γέννησε τέρας με πρόσωπο λιονταριού, αυτιά λαγού και πόδια ανθρώπινα, το οποίο τερατόμορφο αυτό πλάσμα αμέσως μετά τη γέννησή του έβγαζε κραυγές όμοια με σκύλο. Τότε οι Τουρκικές αρχές, όπως λέγεται, διέταξαν τη θανάτωσή του ενώ δεν επέστρεψαν την ταρίχευσή του και την αποστολή του στη Γαλλία προς μελέτη. Παρόμοιοι μύθοι με αυτόν κυκλοφορούσαν σε όλη την περίοδο του Μεσαίωνα, δημιουργώντας τόσο μεγάλες εντυπώσεις στους ναυτικούς κύκλους της εποχής, που αρκούσαν ώστε η αρχαία ονομασία του Πειραιά να χαθεί και να αντικατασταθεί στους χάρτες από το Πόρτο Λεόνε και στις διάφορες εκδοχές του.
 
Πρώτη αναφορά σε ξένους χάρτες για τον Πειραιά ως Πόρτο Λεόνε σημειώνεται στους χάρτες του Πέτρου Βισκόντι το 1318. Η ανυπαρξία αναφοράς του Λιονταριού από τους αρχαίους ιστορικούς και γεωγράφους σε συνδυασμό με την ύπαρξη της πρώτης αναφοράς μόλις το 1318, είναι που δημιουργεί τις αμφιβολίες για το αν το έργο αυτό είναι της Κλασικής, της Ρωμαϊκής ή ακόμα και της Βυζαντινής περιόδου.
 
Ανεξάρτητα από το έτος κατασκευής, η επιρροή και η φήμη που άσκησε το λιοντάρι πάνω στην έρημη πόλη του Πειραιά ήταν τόση, που έφτασε να ονοματίζει μέχρι και τις αρχές του 19ου την ίδια την οδό Πειραιώς η οποία σε συμβόλαια δικαιοπραξιών αναφέρεται ως “δρόμος του Δράκου” (υπ΄ αριθ. 903 συμβόλαιο προικοπαραδόσεως της 10-2-1838. Στο συγκεκριμένο καλείται έτσι από τον Νοτάριο Αθηνών Παναγή Πούλο).
 
Το Λιοντάρι του Πειραιά είχε αποκτήσει κατόπιν αυτών τεράστια δημοσιότητα στους ξένους, όχι για την περίτεχνη κατασκευή του ή την αρχαία προέλευσή του, αλλά λόγω των μύθων που το περιέβαλλαν. Η φήμη ήταν τόση ώστε περιηγητές κατέβαιναν στον Πειραιά ειδικά για να το δουν από κοντά όπως συνέβη με την Κόμισσα Koenigsmark που ένα χρόνο πριν την αρπαγή του (το 1687) πραγματοποίησε επίσκεψη στον Πειραιά ειδικά για να δει τον θρύλο με τα ίδια της τα μάτια.
 
Αλλά και η ταύτιση του λιονταριού με το λιμάνι του Πειραιά ήταν τόσο δυνατή ώστε και μετά την αρπαγή του από τον Μοροζίνι το 1688, η ονομασία Πόρτο Λεόνε και Πόρτο Δράκο συνέχιζε να υφίσταται.
 
Παρά τις όποιες αιτιάσεις σχετικά με την κατασκευή του, τη χρονολόγησή του, τη θέση του, με το αν ήταν ένα, δύο ή περισσότερα, το λιοντάρι αρπάχτηκε από τους Ενετούς σε μια εποχή όπου ο ελληνικός λαός δεν εξουσίαζε τη γη του και τους πνευματικούς θησαυρούς αυτής. Το λιοντάρι δεν βρίσκεται στην Ιταλία συνεπεία κάποιας νόμιμης δικαιοπραξίας (αγοράς, πώλησης), δεν βρίσκεται στην Ιταλία συνεπεία κάποιας συμφωνίας με μια εκλεγμένη από το λαό κυβέρνηση, αλλά βρίσκεται στην Ιταλία συνεπεία κοινής αρπαγής και αφού πρώτα ο ίδιος στρατηγός ο Μοροζίνι κατέστρεψε την Ακρόπολη και απέτυχε ακόμα και σε αυτή την ίδια του την εκστρατεία κατά των Τούρκων.
 
Η περίπτωση του Λιονταριού είναι όμοια με τα μάρμαρα του Παρθενώνα. Αποτελεί κι αυτό ένα έργο τέχνης που αρπάχτηκε κατά τη διάρκεια πολέμου αυθαίρετα και παράνομα. Δεν έχει σημασία το αν έγινε σε μια εποχή που σήμερα μας φαίνεται μακρινή, καθώς η διεθνής νομοθεσία δεν ορίζει χρόνο παραγραφής για τα κλεμμένα έργα τέχνης και τους κλαπέντες πολιτιστικούς θησαυρούς.
 
Συνάντηση 3η  – Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
 
Περίοδος Τουρκοκρατίας και η μάχη του Πειραιά Ο Πειραιάς κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας δεν ήταν ούτε ένα απλό χωρίο. Εκτός από το Καστρομονάστηρο του αγίου Σπυρίδωνος μαρτυρούνται μόνο ένα απλό οίκημα του τούρκου τελώνη και μερικά ασήμαντα οικήματα. Οι μαρτυρίες μιλούν για απέραντους ελαιώνες και εύφορα χωράφια. Το λιμάνι του βέβαια, παρ’ ότι ήταν ερημωμένο αποτελούσε το επίνειο των Αθηνών και όλα τα εμπορικά πλοία αγκυροβολούσαν εκεί, αφού ήταν η κύρια θαλάσσια πύλη της Αττικής και της Βοιωτίας. Οι ακατοίκητες εκτάσεις του, έγιναν και αντικείμενο συζήτησης για εγκατάσταση Υδραίων, όταν το 1792, η χολέρα μάστιζε το νησί και οι κάτοικοι προσπαθούσαν να διασωθούν. Τελικά η εγκατάσταση έγινε στην Αίγινα, επειδή οι Αθηναίοι που είχαν απέραντα κτήματα στον Πειραιά δεν δέχθηκαν.
 
Το ίδιο συνέβη και το 1824, όταν μετά την καταστροφή των Ψαρών, η κεντρική Διοίκηση και το Υπουργείο Εσωτερικών, ζήτησαν από την Δημογεροντία των Αθηνών να εγκατασταθούν οι διασωθέντες Ψαριανοί στον Πειραιά και να δημιουργηθεί συνοικία. Οι Αθηναίοι μεγαλοκτηματίες δεν ήθελαν να δώσουν κτήματά τους γύρω από τον άγιο Σπυρίδωνα, αλλά να δοθούν εθνικές γαίες ( κτήματα που άφησαν οι Τούρκοι μετά την Επανάσταση), που δεν υπήρχαν πολλά. Και αυτοί εγκαταστάθηκαν στην Αίγινα. Επίσης, το 1821, τα γυναικόπαιδα από την Αθήνα είχαν καταφύγει στον Πειραιά μέσα και γύρω από το μοναστήρι, για να περάσουν στην Σαλαμίνα και Αίγινα από τον φόβο του επερχόμενου Ομέρ Βρυώνη.
 
Οι Τουρκοι κατέλαβαν το φρούριο της Μουνυχίας το 1821 και το εγκατέλειψαν για να οχυρωθούν στον άγιο Σπυρίδωνα το 1827. Από το 1826 η Ακρόπολη είχε καταληφθεί από τους Έλληνες και οι Τούρκοι τους είχαν πολιορκήσει. Ο Γ. Καραϊσκάκης τον Φεβρουάριο του 1827, φθάνει στην Αττική, για να συμπαρασταθεί στην κατεχόμενη από τους Τούρκους Αθήνα. Προσπάθησε να εισέλθει στην Αθήνα από τον Πειραιά με την υποστήριξη του στόλου, αλλά οι καταστάσεις ήταν δύσκολες. Στρατοπέδευσε στην Ελευσίνα και οι οπλαρχηγοί γνωρίζοντες την κρίσιμη κατάσταση συγκέντρωσαν στρατεύματα – τακτικών και ατάκτων δέκα χιλιάδων αγωνιστών, γύρω από την Ακρόπολη.
 
Τον Ιανουάριο του 1827, 6.000 άνδρες συγκεντρώθηκαν στην Σαλαμίνα και διαιρέθηκαν σε δύο μέρη (25/1/27): το ένα μέρος με οπλαρχηγούς Βάσσο Μαυροβουνιώτη, Μπούρμπαχη, Παναγιώτη Νοταρά, Προκόπιο Κατσαντώνη, από την Ελευσίνα είχε στρατοπεδεύει στο Καματερό και το άλλο με τους Ιωάννη Νοταρά, Μακρυγιάννη, Χαράλαμπο Ιγγλέση στρατοπεδεύει στην Καστέλλα. Στην δύναμη των Ελλήνων ήταν ενταγμένα: το πλοίο Καρτερία με τον Άστιγγ και δύο ψαριανά βρίκια με τον Νικ. Γιαννίτση και Δημ. Παπανικολή και σώμα φιλελλήνων υπό τον συνταγματάρχη Γκόρντον. Οι Τούρκοι προσπάθησαν να αποκρούσουν το σώμα των Ελλήνων στην Καστέλλα. Οι Έλληνες αλάλαξαν, τους τρόμαξαν. Καταδιώχθηκαν, διαλύθηκαν και αρκετοί απ’ αυτούς κατέφυγαν στο μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα όπου και οχυρώθηκαν, αλλά και στο τελωνείο. Το ελληνικό σώμα οχύρωσε τον λόφο της Καστέλας με εννέα κανόνια, με πρόχειρους προμαχώνες και χαρακώματα.
 
Ο Κιουταχής έστειλε 100 ιππείς να υποστηρίξουν τους εγκλεισμένους στον άγιο Σπυρίδωνα, που όμως αποχώρησαν άπρακτοι, επειδή τους κτύπησαν οι Έλληνες. Η Καρτερία κανονιοβολούσε, όλη την ημέρα τα τείχη του μοναστηριού, μέχρι που τα κατέρριψε, όπως και τον πύργο του τελωνείου. Στις 27/1, οι Τούρκοι εξόντωσαν την αντίσταση του σώματος στο Καματερό με 2.000 πεζούς και δύο κανόνια. Μετά από το γεγονός αυτό, ο Κιουταχής είχε στρατηγικό σχέδιο την κατάληψη του Πειραιώς για να κόψει τον ανεφοδιασμό των ελληνικών στρατευμάτων από την θάλασσα και οι Έλληνες ήθελαν να απωθήσουν τους Τούρκους ώστε να μπορούν να ανεφοδιάζουν τους πολιορκουμένους. Ο Κιουταχής επανέλαβε την επίθεση κατά της Καστέλλας, αλλά οι οχυρωμένοι Έλληνες με την βοήθεια των πλοίων διασκόρπισαν το τουρκικό στράτευμα. Οι Έλληνες αντιμετώπισαν τους Τούρκους στην θέση Τρεις Πύργοι του Μικρολίμανου και τους περίμεναν κρυμμένοι μέσα σε αυλάκια, που βρίσκονταν σε λασπώδη περιοχή. Έτσι τα άλογα του τούρκικου ιππικού βούλιαζαν στις λάσπες και οι πολεμιστές εύκολος στόχος των Ελλήνων.
 
Ο Κιουταχής εγκατέλειψε την ιδέα να καταλάβει τον Πειραιά και επέστρεψε στο στρατόπεδό του στα Πατήσια. Στις 3 Μαρτίου 1827 ο Καραϊσκάκης έρχεται στο Κερατσίνι. Θεώρησε αναγκαίο από εκει να ανοίξει δρόμο προς την Ακρόπολη διαμέσου του ελαιώνα της Αθήνας για να ενισχύσει τους πολιορκημένους. Πίστευε ότι η διαδρομή αυτή θα του εξασφάλιζε την προστασία του στρατού του από το εχθρικό ιππικό, ενώ έχοντας ως ορμητήριο το Κερατσίνι θα μπορούσε να εφοδιάζονται ευκολότερα οι δυνάμεις του από τα πλοία. Ο Κιουταχής, μόλις το πληροφορήθηκε κατέλαβε το ύψωμα στα νότια του Κορυδαλλού, κι έστησε δύο κανόνια και άρχισε τις αψιμαχίες.
 
Στις 4 Μαρτίου επανέλαβε την επίθεση με δύναμη, από 3.000 πεζούς και 400 ιππείς. Αρχικά στράφηκε στο οχυρωμένο μετόχι, των Τούσα Μπότσαρη, Γαρδικιώτη Γρίβα, Νικόλαου Κασομούλη, με λίγους άνδρες. Ο Καραϊσκάκης επιχείρησε αντιπερισπασμό, το οποίο όμως αντιλήφθηκε ο Κιουταχής και χώρισε τις δυνάμεις του στα δύο. Η αντίσταση των υπερασπιστών του μετοχίου έτρεψε σε φυγή τους Τούρκους και το ιππικό του Χατζημιχάλη Νταλιάνη, τους προξένησε βαρύτατες απώλειες. Λίγο αργότερα έφθασαν ενισχύσεις από την Καστέλα, ολοκληρώνοντας την ήττα του Κιουταχή.
 
Οι απώλειες των Τούρκων: νεκροί 300 και τραυματίες 500. Οι Έλληνες έχασαν 3 άνδρες, ενώ τραυματίστηκαν περί τους 25. Όμως, παρά τη θετική ατμόσφαιρα που επικρατούσε στους Έλληνες, ο διορισμός των ΄Αγγλων αξιωματικών David Church και Thomas Cochrane στις αρχές Μαρτίου ως αρχηγών του ελληνικού στρατού και στόλου αντίστοιχα, προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια μεταξύ των Ελλήνων πολεμιστών, η οποία κλόνισε σημαντικά την επιχειρησιακή ικανότητα του ελληνικού στρατοπέδου. Ο Cochrane, αντίθετα από τον Καραϊσκάκη που ακολουθούσε τακτική φθοράς του αντιπάλου, εκτιμούσε ότι έπρεπε να σταματήσουν οι επιχειρήσεις στα μετόπισθεν και να γίνει κατά μέτωπον επίθεση άμεσα.
 
Στις 13 Απριλίου ο Καραϊσκάκης και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης, ξεκινούν από το Κερατσίνι και κάνουν επίθεση ενάντια στα εχθρικά οχυρώματα, που εκτείνονταν από το Φάληρο έως το λιμάνι του Πειραιά, τα οποία και καταλαμβάνουν. Ένα τμήμα του εχθρού κατέφυγε στο μοναστήρι τού Αγίου Σπυρίδωνος στο λιμάνι του Πειραιά. Η κατάληψη του μοναστηριού ήταν στρατηγικής σημασίας στο πλαίσιο της προσπάθειας να ενταθεί ο αποκλεισμός τού Κιουταχή. Οι Έλληνες περικύκλωσαν τους κλεισμένους στο μοναστήρι Τούρκους και τότε εκείνοι ζήτησαν διαπραγματεύσεις. Όμως και τις δύο φορές που έστειλαν διαπραγματευτές, αυτοί έγιναν δεκτοί με πυροβολισμούς. Τέλος οι Τούρκοι παραδόθηκαν στις 16 Απριλίου, λόγω της πείνας, μετά από 3 μέρες εγκλεισμού, με την προϋπόθεση ότι θα δώσουν τα όπλα τους και θα επιβιβαστούν σε ένα ελληνικό πλοίο. Όταν όμως οι στρατιώτες το έμαθαν κατηγόρησαν τον Καραϊσκάκη και τους άλλους αρχηγούς ότι πληρώθηκαν από τους Τούρκους. Σε αυτήν την ψυχολογική κατάσταση και με αφορμή ένα περιστατικό κατά το οποίο ένας Τουρκαλβανός, προσπαθώντας να υπερασπίσει τα υπάρχοντά του, πυροβόλησε έναν άρπαγα, επιτέθηκαν και σκότωσαν 200 από τους 300 Τούρκους.
 
Ο Καραϊσκάκης αισθάνθηκε αποτροπιασμό για την παραβίαση των συμφωνηθέντων. Την 22α Απριλίου, σε μία τυχαία συμπλοκή Ελλήνων και Τουρκαλβανών (σύμφωνα με κάποιες πηγές δεν υπήρξε συμπλοκή, αλλά ο Καραϊσκάκης δέχθηκε ξαφνικά μια σφαίρα στους βουβώνες με κατεύθυνση από ψηλά προς χαμηλά, αλλά ο πυροβολισμός δε στάθηκε δυνατό να εξακριβωθεί από που προήλθε), μεταξύ Καστέλλας και των εκβολών του Κηφισού, τραυματίστηκε θανάσιμα ο Καραϊσκάκης στην κοιλιά από Τούρκο ιππέα και μεταφέρθηκε σε ένα καράβι, όπου του παρέσχε τις πρώτες βοήθειες ο Ελβετός γιατρός Λουί-Αντρέ Γκοσσέ. Πέθανε στις 23 Απριλίου, την ημέρα της γιορτής του, σε ηλικία 50 ετών, ώρα 8 το πρωί, αφού έκανε τη διαθήκη του. Την άλλη μέρα τον έθαψαν με πολλές τιμές στον Ναό του Αγίου Δημητρίου. Έτσι οι άλλοι αρχηγοί οδήγησαν τα ελληνικά στρατεύματα σε πανωλεθρία στην μάχη του Φαλήρου (Μάχη Ανάλατου). Προσωρινός αρχηγός των Ελλήνων διορίστηκε τώρα ο Κίτσος Τζαβέλλας. Το βράδυ της 23ης προς την 24η Απριλίου, ελληνικά σώματα με επικεφαλής τους οπλαρχηγούς Βάσσο, Ι. Νοταρά, Παν. Νοταρά, Μακρυγιάννη, Δημ. Καλλέργη, Χρ. Μέξη, Ι. Μήτσα, Κ. Μπότσαρη, Λ. Βεΐκο, Γ. Δράκο, Γ. Τζαβέλα, Αθανάσιο (Τούσια) Μπότσαρη, Κ. Τζαβέλα, Ν. Ζέρβα και τακτικοί υπό τον Ιγγλέση, αποβιβάστηκαν κοντά στην περιοχή Τρείς Πύργοι προκειμένου να προβάλλουν αντίσταση στον Κιουταχή. Εκεί έφτασαν 2 ώρες πριν ξημερώσει. Με την ανατολή του ηλίου, ο Κιουταχής έφτασε στους Τρείς Πύργους και οδήγησε το πεζικό του στο λόφο των Μουσών, ενώ 600 ιππείς πέρασαν απαρατήρητοι από την ανατολική πτέρυγα των Ελλήνων. Κατόπιν βομβάρδισε τον τακτικό στρατό. Έπειτα 600 ιππείς και οι 2.000 πεζοί, θέρισαν τους Σουλιώτες. Αφού εξόντωσαν τους εχθρούς τους, στράφηκαν προς τις δυνάμεις του Μακρυγιάννη, οι οποίες τράπηκαν σε φυγή και τότε οι Τούρκοι επέπεσαν στον τακτικό στρατό τού Ιγγλέση. Οι άλλες δυνάμεις, κλεισμένες στα υπόλοιπα ταμπούρια έφυγαν άτακτα προς την παραλία. Ρίχτηκαν στην θάλασσα για να καταφύγουν στα καράβια. 800 από αυτούς κατόρθωσαν να επιβιβαστούν, ενώ 150 πνίγηκαν. Την ίδια στιγμή οι 7.000 άνδρες του Τζαβέλλα και η αριστερή πτέρυγα έμεναν αδρανείς βλέποντας τον χαμό των άλλων Ελλήνων. Τελικά οι άνδρες της αριστερής πτέρυγας εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και όρμησαν προς τον Ισθμό. Με την νίκη του Κιουταχή έληξε η μάχη του Φαλήρου (Ανάλατου).
 
Οι νεκροί έφταναν τους 1.500 άνδρες, οι οποίοι έμειναν άταφοι. Ανάμεσα στους επιφανείς νεκρούς περιλαμβάνονταν ο Λάμπρος Βέικος, ο Ιωάννης Νοταράς, ο Κίτσος Τζαβέλλας, ο Γ. Τζαβέλλας, ο Φώτος Φωτομάρας, ο Ιγγλέσης, ο Τούσιας Μπότσαρης, ο Αθηναίος Συμεών Ζαχαρίτσας, οι φιλέλληνες αξιωματικοί Ντελουρντούι και Λεφέβρ, ενώ ο Γεώργιος Δράκος και ο Δημήτριος Καλλέργης αιχμαλωτίστηκαν. Οι περίπου 150 αιχμαλωτισθέντες, μεταξύ των οποίων ήταν οΤσελεπής Αιγινήτης και πολλοί φιλέλληνες, με διαταγή του Κιουταχή καρατομήθηκαν και τα δέρματα της κεφαλής τους στάλθηκαν ως τρόπαιο στην Κων/πολη. Το στρατόπεδο της Αττικής διαλύθηκε, γιατί οι στρατιώτες άρχισαν να λιποτακτούν και δεν είχαν καμία εμπιστοσύνη ούτε στους αρχηγούς αλλά ούτε και στην κυβέρνηση. Τελικά τα ελληνικά στρατεύματα αποχώρησαν με τάξη από τον Πειραιά κατά τα μέσα Μαρτίου και μετέφεραν πολεμοφόδια και πυροβόλα στα καράβια, παρά τις επιθέσεις των εχθρών.
 
Τα τελευταία γεγονότα επέδρασαν καθοριστικά και στην τύχη των πολιορκημένων, γιατί τους απέλπισαν από κάθε ιδέα εξόδου και σωτηρίας. Οι αρχηγοί παρουσίαζαν ψυχολογική κόπωση. Ο Φαβιέρος ανέλαβε την πρωτοβουλία να διαπραγματευθεί για την παράδοση της Ακρόπολης με την εγγύηση της Αγγλίας, της Γαλλίας και της Αυστρίας. Ο Κόχραν ζητά τη διαμεσολάβηση του αρχηγού της γαλλικής μοίρας Δεριγνύ στη συνθήκη παράδοσης των πολιορκημένων Ελλήνων. Εγγυήτριες δυνάμεις ορίστηκαν η Αγγλία και η Γαλλία. Ο ίδιος ο Δεριγνύ ανέβηκε στην Ακρόπολη μαζί με το γραμματέα τού Κιουταχή. Η συνθήκη παράδοσης της Ακρόπολης.
 
Τελικά, η Ακρόπολη παραδόθηκε στις 25 Μαΐου και οι πολιορκημένοι επιβιβάστηκαν σε γαλλικά και αυστριακά πλοία με προορισμό τη Σαλαμίνα. Φυσικό ήταν να αναζητηθούν ευθύνες για την ατυχή έκβαση των προσπαθειών να απελευθερωθεί η Αττική από τους Τούρκους. Έτσι ως υπαίτιος της απόφασης για παράδοση υποδείχθηκε ο Φαβιέρος και ζητήθηκε να δικαστεί. Στην πραγματικότητα όμως η απώλεια του Καραϊσκάκη, η έλλειψη άλλου ικανού αντικαταστάτη, καθώς και τα καταστροφικά σχέδια των Κόχραν και Τσωρτς είχαν κάνει την παράδοση της Ακρόπολης αναπόφευκτη. Μετά την παράδοσή της ο Κιουταχής, θα αφήσει φρουρές στο Φάληρο και στον Πειραιά και θα αναχωρήσει για τη Θήβα, όπου και θα δημιουργήσει στρατόπεδο.
 
Συνάντηση 4η  – Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 
Το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και η ίδρυση τη πόλης του Πειραιά
Θέματα αναφοράς:
Το καστρομοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα (1757 Διαθήκη Ιωάννη Ντέκα – 1767 Σταυροπηγιακή Μονή)
Η ταύτισή του με την προστασία της Αττικής γης από τους Πειρατές και η καθιέρωση του εθίμου της λιτάνευσης της εικόνας του.
Προσπάθεια Ψαριανών να εγκατασταθούν στις μοναστηριακές εκτάσεις.
Άφιξη Όθωνα, διανομή μοναστηριακών εκτάσεων στον Πειραιά.
23 Δεκεμβρίου 1835 Ίδρυση Δήμου Πειραιώς, η ζωή τα πρώτα χρόνια, Δήμαρχος Κυριάκος Σερφιώτης.
Οικοδόμηση νέου ναού Αγίου Σπυρίδωνα. Πρόβλεψη για οικοδόμηση ενός μεγαλοπρεπούς ναού, παρέμβαση Σάουμπερτ.
Παρέμβαση Αυστριακού Πρόξενου Prokesch von Osten (Όστεν) για οικοδόμηση ναού των λεγομένων «Δυτικών» στον Πειραιά.
Έλευση από την Αίγινα της Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων και εγκατάστασή της στον Πειραιά.
Ο πρώτος γεννημένος Πειραιώτης.
 
Η λιτάνευση της εικόνας του πολιούχου Αγίου Σπυρίδωνα στον Πειραιά.
Όλοι γνωρίζουμε ότι ο Άγιος Σπυρίδωνας είναι ο πολιούχος Άγιος του Πειραιά και η ημερομηνία της 12ης Δεκεμβρίου καταγράφεται ως ένα σπουδαίο γεγονός κάθε χρόνο. Πέραν του σημαιοστολισμού όλης της παραλίας της Ακτής Μιαούλη και της εορταστικής ατμόσφαιρας, την παραμονή του εορτασμού γινόταν εντός του Ναού, ολονύκτια λειτουργία στην οποία από τα πρώτα κιόλας χρόνια παρακολουθούσαν εκατοντάδες χωρικοί από τα Μεσόγεια! Εντύπωση προκαλεί σήμερα το άκουσμα καραβανιών από όλη την ηπειρωτική Αττική προκειμένου να προσκυνήσουν έναν Άγιο του οποίου η έδρα ήταν δίπλα στη θάλασσα!
 
Πώς άραγε ξεκίνησε το έθιμο αυτό, που σήμερα δεν υφίσταται; Πώς άραγε η χάρη του Αγίου του Πειραιά είχε φτάσει μέχρι εκεί, προκαλώντας πραγματικό συνωστισμό; Χωρικοί εμφανίζονταν σε όλη την Αττική να έχουν τάμα την κάθοδο στο παραλιακό μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα και τη συμμετοχή τους στην ολονύκτια λειτουργία που λάμβανε χώρα τη παραμονή της εορτής του. Το τάμα αυτό, για τους κατοίκους των Μεσογείων, ήταν τόσο ισχυρό όμοια σήμερα με την επίσκεψη στη Τήνο και το προσκύνημα της Παναγίας. Καθιερώθηκε, από την εποχή ακόμα πριν την ελληνική επανάσταση, που το Μοναστήρι αποτελούσε ένα πραγματικό ερημητήριο, καθώς δέσποζε πάνω σε μια έρημη πολιτεία.
 
Οι πειρατές που κυριαρχούσαν τότε στις θάλασσες, αποτελούσαν πραγματική μάστιγα κι αυτό διότι καθώς αποβιβάζονταν στις έρημες πειραϊκές ακτές, απέφευγαν την Αθήνα -εκεί υπήρχε Οθωμανική φρουρά- και λεηλατούσαν τις αφύλακτες εκτάσεις των Μεσογείων. Και επειδή οι πειρατικές αυτές ληστρικές επιδρομές ξεκινούσαν με την αποβίβασή τους στις έρημες πειραϊκές ακτές, κοντά στο Καστρομοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνα, οι χωρικοί των Μεσογείων παρακαλούσαν τον φύλακα Άγιο της έρημης παραλίας, να αποτρέπει τέτοιες αποβάσεις, τάζοντας επισκέψεις στο Μοναστήρι και τάματα προς τους Σπυριδωνίτες μοναχούς του.
 
Η προστασία των πειραϊκών ακτών εκ μέρους του Αγίου, είχε τόσο μεγάλη σημασία για την περιοχή των Μεσογείων, ώστε την παραμονή της εορτής του, πλήθος χωρικών σχημάτιζαν καραβάνια που αναχωρούσαν από όλη την Αττική και στρατοπέδευαν με σκοπό την διανυκτέρευση έξω από το Μοναστήρι. Αποτροπή των πειρατών σήμαινε διαφύλαξη της καλλιέργειας και των κτηνών, γεμάτες αποθήκες και ασφαλή διαβίωση καθώς οι πειρατές που μάστιζαν τις θάλασσες δεν περιορίζονταν μόνο στην αρπαγή αλλά και στους φόνους και στις λεηλασίες. Οι αρπαγές ειδικά νεαρών κοριτσιών ήταν τότε ένα σύνηθες φαινόμενο. Οι Οθωμανοί προστάτευαν μόνο την Αθήνα, αδιαφορώντας παντελώς για τις καταστροφικές συνέπειες τέτοιων επιδρομών στα Μεσόγεια της Αττικής. Ένα πρωινό δεκάδες πειρατικά πλοία εμφανίστηκαν στον Σαρωνικό. Μέχρι το μεσημέρι παρά τις προσευχές και τις επικλήσεις αυτά προσέγγιζαν απειλητικά την έρημη ακτή. Τότε οι Μοναχοί σχεδόν απόγευμα βγήκαν έξω από το Μοναστήρι με την εικόνα του Αγίου και την περιέφεραν έξω από τα τείχη του Μοναστηριού. Η νύχτα κάλυψε με το σκοτάδι της την Αττική γη κι όταν ξημέρωσε ο στόλος της καταστροφής είχε εξαφανιστεί από τον ορίζοντα. Έτσι κάθε φορά που το άκουσμα και η απειλή των πειρατών σκίαζε την Αττική, οι χωρικοί δεν περιορίζονταν μόνο στις προσευχές αλλά έκαναν και τη λιτάνευση της εικόνας του Αγίου γύρω από το Μοναστήρι, για να το προστατεύει, όπως και όλη την ακτή την διάπλατα ανοικτή να την κάνει δυσπρόσιτη και δύσβατη σε Αλγερινούς, Τυνήσιους και Μαροκινούς καταστροφείς.
 
Η λιτανεία γύρω από το Μοναστήρι αποτελούσε την έσχατη λύση επίκληση, το κρυφό θα λέγαμε όπλο, βοήθειας του Αγίου. Έτσι με τον τρόπο αυτό, το Μοναστήρι του Αγίου Σπυρίδωνος Πειραιώς αποτέλεσε μοναδικό τόπο και τρόπο προσκυνήματος. Οι χωρικοί άλλες φορές, κατέβαιναν να εκπληρώσουν το τάμα στον Άγιο παίρνοντας μαζί τους και τις κόρες τους προκειμένου να λάβουν κι αυτές την προστασία του Αγίου, που θα τις έσωζε από την αρπαγή και τη πώλησή τους στα παζάρια της Ανατολής. Δίπλα στην μάστιγα των πειρατών, οι πιστοί σταδιακά προσέθεσαν στις προσευχές τους προς τον Άγιο και άλλα αιτήματα όπως προστασία από αρρώστιες και θανατικά και ζητούσαν την ευεργετική μεσολάβησή του. Το έθιμο αυτό διατηρήθηκε για πολλά χρόνια, ακόμη και όταν ο Πειραιάς ανασυστάθηκε ως πόλη από το 1835 και μετά. Μέχρι και τις αρχές του εικοστού αιώνα οι εφημερίδες κατέγραφαν χωρικούς που συνέχιζαν να κατεβαίνουν από τα Μεσόγεια προς τον Πειραιά προκειμένου να εκπληρώσουν το τάμα της ολονύκτιας λειτουργίας που γινόταν από τους ιερείς του Ναού. Εκτός από τους χωρικούς των Μεσογείων θεωρείτο βαριά και ασυγχώρητη ασέβεια η μη συμμετοχή στον εορτασμό του Αγίου Σπυρίδωνα, των νεαρών γυναικών του Πειραιά, που όπως είπαμε είχε να κάνει με τις αρπαγές τις σκοτεινές εποχές των πειρατών.
 
Τα χρόνια περνούσαν το γενεσιουργό αίτιο των εθίμων, η πειρατεία, εξαφανίστηκε καθώς οι εποχές άλλαξαν, πειρατές δεν υπήρχαν, τα κορίτσια πλέον δεν αρπάζονταν και το έθιμο καθόδου χωρικών από το Μεσόγεια με τις κόρες τους συνεχίστηκε χωρίς όμως οι συμμετέχοντες να γνωρίζουν την προϊστορία. Κατέβαιναν στον Πειραιά γιατί έτσι απαιτούσε η παράδοση να πράξουν, αγνοώντας την αιτία που η παράδοση αυτή γεννήθηκε! Κατέβαιναν για να εκπληρώσουν τάματα για διάφορα συμβάντα στον Άγιο όχι μόνο στην εορτή του στις 12 Δεκέμβρη αλλά όποτε μπορούσαν. Αυτό μεταξύ άλλων πράττει και ο ίδιος ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης όταν κατεβαίνει με τα πόδια την Πειραιώς το Πάσχα του 1888 για να εκπληρώσει με αυτό τον τρόπο το δικό του τάμα προς τον Άγιο Σπυρίδωνα Πειραιώς.
 
Μέχρι τα προπολεμικά χρόνια, πέραν της ολονυκτίας γινόταν περιφορά της εικόνας γύρω από την νέα εκκλησία, αφού πρώτα είχε προηγηθεί λειτουργία στην οποία χοροστατούσε ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών καθώς ο Πειραιάς δεν είχε δική του ακόμα Μητρόπολη. Τη δεκαετία του ’30 πολλοί ακόμα κατέβαιναν από διάφορα μέρη της Αττικής, στη λιτάνευση της εικόνας, αγνοώντας το γιατί, σε έναν εορτασμό που η ιστορία δεν θέλησε να διασωθεί στο θυμικό ενός λαού. Σήμερα οι κάτοικοι των Μεσογείων σταμάτησαν να κατεβαίνουν στον Πειραιά αφού τόσο η ιστορία της διάσωσής τους από τους πειρατές όσο και η παράδοση προσκυνήματος του Αγίου χάθηκαν στο πέρασμα του χρόνου.
 
Συνάντηση 4η  – Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
 
ΠΕΙΡΑΙΑΣ: Από την πρώτη βιομηχανική και ναυτιλιακή ανάπτυξη στο μεγαλύτερο λιμάνι της Μεσογείου
Η χαραυγή του νέου Ελληνικού Κράτους, το 1830, βρήκε τον Πειραιά έρημο, με λιγοστούς ψαράδες για κατοίκους γύρω από το σημερινό λιμάνι και σκορπισμένους στα βράχια της Πειραϊκής. Όταν, όμως, μεταφέρθηκε η πρωτεύουσα από το Ναύπλιο στην Αθήνα, ο Πειραιάς ζωντάνεψε και έγινε το επίνειο της νέας πρωτεύουσας. Μετά απ’ αυτό αποτέλεσε πόλο έλξης κατοίκων, όπως ήταν φυσικό να συμβεί σε μια νέα ανερχόμενη πόλη. Έγινε Δήμος με το άρθρο 5 του νόμου της 27η Δεκεμβρίου1833 / 8η Ιανουαρίου 1834 « περί συστάσεως των Δήμων» και πρώτος Δήμαρχος εκλέχθηκε ο Υδραίος Κυριάκος Σερφιώτης. Σε λίγο χρονικό διάστημα, νησιώτες από τα κοντινά νησιά όπως η Ύδρα, οι Σπέτσες, τα Κύθηρα και από νησιά που τελούσαν ακόμη υπό τουρκική κατοχή, όπως Χιώτες, Μυτιληνιοί, Ψαριανοί, Δωδεκανήσιοι αλλά και Μικρασιάτες, λόγω της προνομιακής εμπορικής θέσης της περιοχής, άρχισαν να εγκαθίστανται στον έρημο Πειραιά και να δημιουργούν μικρές συνοικίες. Το λιμάνι και ο ανερχόμενος Πειραιάς αποτελούσε για όλους αυτούς πρόκληση τόσο για οικονομικές επενδύσεις όσο και για την αναζήτηση καλύτερης εργασίας και ζωής. Κάποιοι έφθασαν στην πόλη κατευθείαν από τις μικρασιατικές κοιτίδες τους και έδωσαν τον όρκον της πολιτογράφησής τους στον Πειραιά, ενώ άλλοι ήρθαν με μεταδημότευση από την Σύρο ή άλλους Δήμους της ελεύθερης Ελλάδας, οι οποίοι, μάλλον, θα είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτούς, αφού πολέμησαν από το 1821 για την απελευθέρωση. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουμε τον Δήμαρχο Πειραιά Σμυρναίο Πέτρο Ομηρίδη και τον Κων/πολίτη έμπορο Κων/νο Ιωνίδη, εκ των ιδρυτών της Ιωνιδείου Προτύπου Σχολής Πειραιώς ( σήμερα Ιωνίδειο Πειραματικό Γυμνάσιο και Λύκειο Πειραιώς) και μεγάλου ευεργέτη.
 
Στο σημείο αυτό αναφέρουμε ότι η Σύρος, μέχρι και την ίδρυση του νεότερου Πειραιά, αποτελούσε το σημαντικότερο λιμάνι της χώρας με μεγάλη εμπορική κίνηση, γεγονός που αντανακλούσε στην οικονομική δύναμη των κατοίκων της αλλά και στην κοινωνική και πολιτιστική τους ζωή. Η Σύρος, με τα προνόμια που είχε αποκτήσει κατά την Τουρκοκρατία, συγκέντρωσε πλούσιους, Χιώτες κυρίως, οι οποίοι επένδυσαν στο λιμάνι της, που ήταν το κέντρο του διεθνούς θαλάσσιου εμπορίου μέχρι και τα μέσα του 19ου αι. Το νησί ήταν γνωστό για την ναυπήγηση ιστιοφόρων πλοίων, την κλωστοϋφαντουργία, την αλευροβιομηχανία., την βυρσοδεψία. Από το λιμάνι της εξάγονταν, μεταξύ άλλων, δημητριακά, σπόγγοι, ακατέργαστα δέρματα, μετάξι. Η αντικατάσταση των ιστιοφόρων πλοίων από τα ατμοκίνητα επέφερε πλήγμα στην ξυλοναυπηγική της, αλλά και η αλλαγή δρομολογίων ευνόησε τον Πειραιά.
 
Ο Πειραιάς κατοικήθηκε από άτομα όλων των κοινωνικών και οικονομικών διαστρωματώσεων, που είτε με τα εργατικά τους χέρια, είτε με τις τεχνικές γνώσεις τους, είτε με την επιχειρηματική και εμπορική τους δραστηριότητα δημιούργησαν τις βάσεις για την μεγάλη ναυτιλιακή και εμπορική ανάπτυξη του και την ανάδειξή του στο μεγαλύτερο λιμάνι της Ευρώπης.
 
Από το 1840 και μετά ιδρύονται τα πρώτα εργοστάσια και οι βιομηχανίες ώστε αρχίζει η ραγδαία οικονομική άνθιση και με τα μεγάλα έργα, που ξεκινούν στο λιμάνι. Τίθενται τα θεμέλια προκειμένου ο Πειραιάς να καταστεί το πρώτο λιμάνι της χώρας. Άρχισε να συγκεντρώνει εργοστασιακές, ναυτικές και άλλες επιχειρηματικές, οικονομικές και Τραπεζικές δραστηριότητες. Τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια ήταν των Κων/πολιτών εμπόρων Παν. Καπράνου με το αλευροποιείο του και Γεωργ. Βασιλειάδη με το μηχανουργείο του. Εργοστάσιο μετάξης ίδρυσε ο Χιώτης Λουκάς Ράλλης ( μετέπειτα Δήμαρχος Πειραιά). Ο Πειραιάς γέμισε από παντοίου είδους βιοτεχνίες και βιομηχανίες μεταξύ αυτών των Βαρουξάκη, Δημόκα, Νικολέσση, Σταματόπουλου, Κουμάνταρου, αλευρόμυλους, εκοκκιστήρια, καπνοβιομηχανίες ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ και ΚΕΡΑΝΗΣ, κλωστοϋφαντουργεία ΡΕΤΣΙΝΑ το 1872, κεραμοπλινθοποιία ΔΗΛΑΒΕΡΗ. Στου Ρετσίνα εκδηλώθηκε και η πρώτη απεργία γυναικών στις 13 Απριλίου 1892. Οι κάτοικοί του ήταν βιομήχανοι, εφοπλιστές, βιοτέχνες, υπάλληλοι, τεχνίτες, εργάτες. Πρόστρεξαν σ΄ αυτόν όλοι, επειδή υπήρχε εργασία για όλους. Ήταν μια πολλά υποσχόμενη πόλη. Η δομή ακολούθησε σχεδόν αυτήν του αρχαίου λιμανιού: Γύρω από το λιμάνι ιδρύθηκαν ναυτιλιακά γραφεία, και προς τα βορειοδυτικά του λειτούργησε η κυρίως, βαριά βιομηχανική περιοχή με τα μηχανουργεία, χυτήρια και άλλα εργοστάσια και βιοτεχνίες που ασχολούνταν με το ναυτικό επάγγελμα. Ο αστικός ιστός αναπτύχθηκε πέρα από τον Τινάνειο Κήπο αφήνοντας ακατοίκητη την Πειραϊκή Ακτή. Κυρίως λιμάνι ήταν το κεντρικό και ο λιμήν Αλών (Ζέα ονομαζόταν τότε) βοηθητικός. Λόγω, όμως, των ελών και βούρκων που χώριζαν τα δύο λιμάνια, και της δυσοσμίας και των κουνουπιών, οι κάτοικοι ζήτησαν την αποξήρανση του μέρους και οι αρχιτέκτονες Κλεάνθης και Σάουμπερτ αποξήραναν το μέρος και το οικοπεδοποίησαν. Έτσι δημιουργήθηκε η περιοχή των εργοστασίων.
 
Το 1835 πρέπει να κατοικούσαν στον Πειραιά, περίπου, 300 άνθρωποι ενώ στην πρώτη απογραφή του 1836 καταγράφηκαν 1.011 κάτοικοι, στα 1840 ήταν 2.033, το 1841 είχαν ανέλθει στους 2611, το 1845 έφθασαν τους 4.247, στα 1895 ήταν 50.200, το 1896 αριθμούσαν 51.020 γεγονός που αποδεικνύει την ταχύτατη ανάπτυξη της πόλης.
 
Το λιμάνι βρισκόταν στην προνομιακή θέση απ’ όπου διακινούνταν εύκολα διά ξηράς, εμπορεύματα προς αυτό και από αυτό. Η δημιουργία των σιδηροδρομικών γραμμών προς Λάρισσα και Πελοπόννησο ενίσχυσε την θέση του, όπως και η διάνοιξη των διωρύγων Σουέζ και Κορίνθου, έφερε τον Πειραιά στο επίκεντρο του διαμετακομιστικού μεσογειακού και όχι μόνο εμπορίου. Τα πρώτα λιμενικά έργα άρχισαν μεταξύ 1848 και 1852 και τα πρώτα ατμοκίνητα εργοστάσια μεταξύ 1860 – 1862. Το 1854 οι Αγγλογάλλοι κατέλαβαν τον Πειραιά για να εξαναγκάσουν τον Όθωνα να μην χρηματοδοτεί στρατιωτικές επιχειρήσεις για την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και Ηπείρου, απαιτούντες άμεσα τα τοκοχρεωλύσια των δανείων που είχαν δώσει στο ελληνικό κράτος. Έφεραν μαζί και την χολέρα που αποδεκάτισε πρώτα τον Πειραιά και μετά την Αθήνα.
 
Το 1930, ιδρύεται αυτόνομος Οργανισμός για την διοίκηση του λιμένος, βάσει του νόμου 4748, με την επωνυμία «Οργανισμός Λιμένος Πειραιώς» (ΟΛΠ), στον οποίο απορροφούνται επαγγελματικά εκατοντάδες προσφύγων.
 
Κατά την απογραφή του 1930 καταγράφηκαν 37 λατομεία, 484 εργοστάσια τροφίμων κλπ, 16 αλευρόμυλοι, 221 φούρνοι, 24 εργοστάσια μακαρονιών και μπισκότων, 87 σοκολατοποιεία, εργαστήρια χαλβάδων, λουκουμάδων, κ. ά. αεριούχων ποτών, οινοπνευματοποιεία, 19 ταπητουργία, μεταξουργεία, υφαντήρια, κλωστήρια, τυπογραφεία, οικοδομικές βιομηχανίες, 16 εργοστάσια παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής κινητήριας δυνάμεως, 35 εργοστάσια μεταλλουργικών κατασκευών, βιομηχανίες ξύλου, κατεργασίας δερμάτων, 25 εργοστάσια καπνοβιομηχανίας. Ο δε πληθυσμός από το 1920 που ανερχόταν σε 133.482 κατοίκους το 1928 έφθασε να αριθμεί 251.659 κατοίκους.
 
Η ναυτιλία: Εκτός των εμπορικών, οχηματαγωγών, επιβατηγών, δεξαμενοπλοίων, ο Πειραιάς κατέστη και η πύλη εξόδου των Ελλήνων μεταναστών από τις αρχές του 20ου αι. προς την Αμερική και μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και προς την Αυστραλία. Η πρώτη υπερπόντια, για το μεταναστευτικό ρεύμα των Ελλήνων, γραμμή το 1907 ιδρύθηκε από τον Ανδριώτη Δημήτριο Γ. Μωραΐτη με το υπερωκεάνιο «Μωραΐτης» που μετονομάσθηκε σε «Θεμιστοκλής». Το 1908 ιδρύθηκε η «Εθνική Ατμοπλοΐα της Ελλάδος» του Λεωνίδα Α. Εμπειρίκος και των αδελφών του Μιχαήλ, Μαρή και Αντώνη και το 1910 δρομολογήθηκε το «Αθήναι». Στις γραμμές αυτές δραστηριοποιήθηκαν με θρυλικά υπερωκεάνια και οι Εταιρείες Αφών Γουλανδρή, Ευγ. Ευγενίδη. Για την Αυστραλία δραστηριοποιήθηκε η ΕΛΜΕΣ, ο Ιωάννης Λάτσης, οι Αφοί Χανδρή που άντεξαν σε ανταγωνισμούς και δικό τους ήταν το υπερωκεάνιο “Αυστραλίς”, που έκανε το τελευταίο ταξίδι του προς Αυστραλία το 1977. Το αεροπλάνο εκμηδενίζοντας τις αποστάσεις έπληξε την θαλάσσια μεταφορά μεταναστών. Τα υπερωκεάνια συνέχισαν να υπάρχουν μέχρι και σήμερα στον χώρο της κρουαζιέρας. Η κρουαζιέρα με κέντρο τον Πειραιά έφερε μια ακόμη χρυσή εποχή στην ελληνική εμπορική ναυτιλία από τα μέσα του 1950 και διεξαγόταν μόνο από Έλληνες.
 
Από το μέσα του 20ου αιώνα καθιερώθηκε ως το επίκεντρο των λιμένων της Ευρώπης. Ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος στοίχισε ακριβά στην ελληνική εμπορική ναυτιλία. Η δύναμή της τότε, ήταν 475 ατμόπλοια και διασώθηκαν 205. Το 1939 αποτελούσε την 9η θέση στην παγκόσμια ναυτιλία με 577 πλοία. Κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο το τίμημα ήτα τραγικό σε πλοία και πληρώματα. Χάσαμε 372 φορτηγά, 52 επιβατικά και 551 ιστιοφόρα. Στις 7 Ιανουαρίου 1947 υπογράφηκε η σύμβαση παραχώρησης, μεταξύ της κυβερνήσεως των Η.Π.Α. και Ελλήνων εφοπλιστών με ευκολίες πληρωμής, 100 πλοίων Liberty, ως προσφορά για την συμμετοχή του εμπορικού στόλου των Ελλήνων στις ναυτικές επιχειρήσεις των Συμμάχων κατά των Γερμανών. Έτσι, το 1947 διαθέταμε 154 πλοία φθάσαμε το 1982 να έχομε 4257 και στην πρώτη παγκόσμια θέση. Οι Έλληνες ναυτικοί σήκωσαν στους ώμους τους την ανάπτυξη της χώρας σε μέγιστο βαθμό από την Απελευθέρωση και μετά. Το έτος 2000 ο ελληνικός στόλος διέθετε 1462 πλοία συνολικά 45.000.000 τόνων και 3.222 ήταν τα ελληνόκτητα πλοία ανεξάρτητα από την σημαία τους. Κατείχαμε την Πέμπτη παγκόσμια θέση και την πρώτη στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
 
Το 2015 το ελληνικό νηολόγιο αριθμούσε 770 πλοία και κατείχαμε την δεύτερη θέση στην Ε.Ε. Παραμένουμε στην πρώτη θέση διεθνώς, αφού ο ελληνόκτητος στόλος με 4585 πλοία.
 
Συνάντηση 5η  – Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
 
1922: Η ένταξη των προσφύγων στην πειραϊκή περιοχή
Ο Πειραιάς επρόκειτο να δεχθεί το μεγαλύτερο κύμα των προσφύγων του 1922 και έμελλε να αλλάξει το ύφος της πόλης και την ευρύτερης περιοχής προς την εκβιομηχάνιση. Το, ήδη, σημαντικό λιμάνι και η ανεπτυγμένη βιομηχανική ζώνη, πρόσφεραν υπόσχεση εργασίας στους ξεριζωμένους, μεν, πρόσφυγες, αλλά ειδικευμένους τεχνίτες, εργάτες, βιοτέχνες, βιομηχάνους, υπαλλήλους. Κατά χιλιάδες αποβιβάζονται στο λιμάνι τον Σεπτέμβριο του 1922. Όμως ο Πειραιάς αδυνατεί να τους στεγάσει αμέσως. Η πόλη μεταμορφώνεται σ’ έναν απέραντο καταυλισμό. Ο Τινάνειος κήπος, η Πλατεία Καραϊσκάκη, τα προαύλια των εκκλησιών, τα σχολεία, το Δημοτικό Θέατρο, οι αποθήκες πίσω από την εκκλησία του Αγίου Νικολάου αποτέλεσαν τους χώρους υποδοχής των προσφύγων.
 
Για την οριστική στέγαση και απασχόληση των προσφύγων, για την δημιουργία και οργάνωση των συνοικισμών ιδρύθηκαν κρατικοί Οργανισμοί ώστε να απαλλοτριωθεί ή να αγορασθεί γη, να δοθούν δάνεια για αυτοστέγαση στους προσφύγων, ενώ εύποροι πρόσφυγες αγόρασαν δικά τους οικόπεδα. Άλλοι στεγάστηκαν στις γερμανικές παράγκες που έδωσαν οι Γερμανοί ως αποζημίωση για τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στο ελληνικό κράτος ( Γερμανικά), Τα οικήματα και τα δάνεια αποπληρώθηκαν από τους πρόσφυγες και έτσι απέκτησαν παραχωρητήρια.
 
1. Το Ταμείο Περιθάλψεως Προσφύγων από τον Νοέμβριο του 1922 έως το 1925,
 
2. Η Επιτροπή Αποκατάστασης Προσφύγων (ΕΑΠ) από τον Σεπτέμβριος 1923 έως το 1930. Λειτούργησε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών με Πρόεδρο τον Αμερικανό Διπλωμάτη Henry Morghendaou.
 
3. Το Υπουργείο Πρόνοιας από το 1922 έως το 1940.
Για την περίθαλψή τους διατέθηκαν πόροι του Ελληνικού κράτους, εισφορές ιδιωτικών οργανώσεων, από τον Ερυθρό Σταυρό Σουηδίας, Αμερικής, Αγγλίας και άλλων χωρών, ενώ η Κυβέρνηση ζήτησε δάνειο από την ΚΤΕ και άλλες χώρες. Η Αποκατάσταση ήταν δύο ειδών: Η αγροτική με 2.000 συνοικισμούς σε όλη την χώρα και η αστική (μόνο εγκατάστασης και όχι επαγγελματικής αποκατάστασης).
 
Κτίσθηκαν χιλιάδες οικήματα διαφόρων τύπων και δόθηκαν 36 τ.μ σε κάθε οικογένεια έστω και πολυμελή. Παράλληλα, υπήρξε φροντίδα εγκατάστασης προσφύγων ίδιας γεωγραφικής περιφέρειας στους συνοικισμούς για κοινωνικούς λόγους. Εκχωρήθηκαν στην Εθνική Τράπεζα για εκποίηση τα μουσουλμανικά ακίνητα που δεν είχαν παραχωρηθεί στην ΕΑΠ. Άλλοι αυτοστεγάστηκαν σε ευτελή καταλύματα.
 
Οι πρόσφυγες αντιμετώπισαν πολλαπλά και σοβαρά προβλήματα, όπως οι ασφυκτικοί χώροι διαβίωσης, τα ανύπαρκτα – κάκιστα έργα υποδομής, οι λοιμώδεις ασθένειες, τύφος, τράχωμα, δάγγειος πυρετός, ελονοσία, φυματίωση. Ακόμη δε, αντιμετώπισαν και την περιφρόνηση και άλλες συμπεριφορές από τους Έλληνες αδελφούς, που μέσα στην δική τους ανέχεια και κακουχία από τους πολέμους, νόμιζαν ότι οι πρόσφυγες θα τους δημιουργούσαν και άλλα προβλήματα στις δύσκολες δικές τους οικονομικές και εργασιακές συνθήκες.
 
Στον Πειραιά, σύντομα, οδηγήθηκαν στις ακατοίκητες γύρω περιοχές, όπου δημιουργήθηκαν οι προσφυγικοί συνοικισμοί Χατζηκυριακείου, Νέας Καλλίπολης, Δραπετσώνας, Λιπασμάτων, Κερατσινίου, Αγίου Γεωργίου, Ταμπουρίων, Αγίου Πεντελεήμονα, Ταμπουρίων, Αμφιάλης, Ευγένειας, Μικρολίμανου, Αγίου Βασιλείου, Αγίου Φανουρίου, Καραβά, Π. Κοκκινιάς, Νέας Κοκκινιάς, Κουτσικαρίου (Κορυδαλλού), Νέου Φαλήρου, Απόλλωνος, Αγίου Ιωάννου Ρέντη και οικισμός Σταματάκη. Ο καλύτερα οργανωμένος και ρυμοτομημένος απ’ αυτούς, αλλά και ο μεγαλύτερος στην χώρα μετά την Θεσσαλονίκη, υπήρξε η Νέα Κοκκινιά, μετονομασθείσα σε Νίκαια, το 1940. Γύρω απ’ όλους αυτούς τους πειραϊκούς προσφυγικούς συνοικισμούς δημιουργήθηκαν νέες βιοτεχνικές και βιομηχανικές μονάδες και προστέθηκαν στις ήδη υπάρχουσες, για ν’ απασχοληθούν οι νέοι κάτοικοι.
 
Το 1930, ιδρύεται ο ΟΛΠ, στον οποίο απορροφούνται επαγγελματικά εκατοντάδες προσφύγων. Στα περισσότερα πειραϊκά εργοστάσια καπνού, υφαντουργίας, ταπητουργίας και ενδυμάτων δούλεψαν γυναίκες που, μάλλον, για πολλές ήταν η πρώτη φορά που έκαναν κάτι παρόμοιο και μάλιστα κάτω από τόσο άσχημες και άθλιες εργασιακές, μισθολογικές και κοινωνικές συνθήκες. Οι Μικρασιάτες πρόσφυγες πρόσφεραν φθηνά εργατικά χέρια και συμμετείχαν δυναμικά στην βιομηχανική ανάπτυξη της έντονης εργασιακής ζώνης του λιμένος και της γύρω περιοχής του, όπως επίσης, συντέλεσαν στην οικονομική ανάκαμψη της αιμορραγούσας εθνικής μας οικονομίας. Ακόμη, μετέφεραν νέες τεχνικές και εμπλούτισαν με την εμπορική και επιχειρηματική εμπειρία τους το ελληνικό εμπόριο και την βιομηχανία στην κατ’ εξοχήν βιομηχανική και παραγωγική αυτή ζώνη που άρχισε, πλέον, ν’ αποτελεί ο Πειραιάς. Μάλιστα, πολλοί απ’ αυτούς ξεκίνησαν την δημιουργία καταστημάτων, βιοτεχνιών, βιομηχανιών και ναυτιλιακών επιχειρήσεων, που σε σύντομο χρονικό διάστημα δέσποζαν στην πειραϊκή και όχι μόνο οικονομία.
 
Κατά την απογραφή του 1930 καταγράφηκαν 37 λατομεία, 484 εργοστάσια τροφίμων κλπ, 16 αλευρόμυλοι, 221 φούρνοι, 24 εργοστάσια μακαρονιών και μπισκότων, 87 σοκολατοποιεία, εργαστήρια χαλβάδων, λουκουμάδων, κ. ά. αεριούχων ποτών, οινοπνευματοποιεία, 19 ταπητουργία, μεταξουργεία, υφαντήρια, κλωστήρια, τυπογραφεία, οικοδομικές βιομηχανίες, 16 εργοστάσια παραγωγής και διανομής ηλεκτρικής κινητήριας δυνάμεως, 35 εργοστάσια μεταλλουργικών κατασκευών, βιομηχανίες ξύλου, κατεργασίας δερμάτων, 25 εργοστάσια καπνοβιομηχανίας. Ο πληθυσμός από το 1920 που ανερχόταν σε 133.482 κατοίκους το 1928 έφθασε να αριθμεί 251.659 κατοίκους. Εντός του ιδίου πλέγματος των οικονομικών κινήθηκαν και οι κοινωνικοί μετασχηματισμοί σε δύο μορφές: Δημιουργείται μια απέραντη εργατούπολη γύρω αλλά και μέσα στον Πειραιά, ενώ, ταυτόχρονα και εξαιτίας των αναγκών της εποχής, οι γυναίκες αρχίζουν να εργάζονται κατά εκατοντάδες χιλιάδες και να προσφέρουν ακόμη φθηνότερη εργασία, αφού πολλές απ’ αυτές επέστρεψαν στην πατρίδα χωρίς συζύγους, αδέλφια και πατέρες οι οποίοι θα μπορούσαν να συντηρήσουν τις οικογένειές τους.
 
Η Μικρασιατική καταστροφή οδήγησε τις Μικρασιάτισσες να αναζητήσουν εργασία έξω από το σπίτι τους, γεγονός στο οποίο δεν είχαν συνηθίσει. Με τον τρόπο αυτόν η Εθνική Καταστροφή και η Γενοκτονία μας του 1922 συντέλεσε και αυτή στο να βγουν οι γυναίκες στην αγορά εργασίας και να θέσουν τα θεμέλια για μια μελλοντική τους εξόρμηση σ’ όλους, πλέον, τους τομείς της ανθρώπινης δραστηριότητας.
 
Στα περισσότερα πειραϊκά εργοστάσια καπνού (ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ – ΚΕΡΑΝΗΣ), υφαντουργίας, ταπητουργίας και ενδυμάτων, στο εργοστάσιο ΡΕΤΣΙΝΑ, δούλεψαν γυναίκες που, μάλλον, για πολλές ήταν η πρώτη φορά που έκαναν κάτι παρόμοιο και μάλιστα κάτω από τόσο άσχημες και άθλιες εργασιακές, μισθολογικές και κοινωνικές συνθήκες.
 
Στις περιοχές Δραπετσώνας, Κερατσινίου υπήρχαν, ήδη από τις αρχές του 20ου αι. μικρές εγκαταστάσεις προσφύγων από Πελοπόννησο, Κρήτη, Κυκλάδες, όπως και από τον πρώτο Διωγμό του 1914 από Αρμενίους και Ανατολικοθρακιώτες. Οι έκτακτες και αδυσώπητες καθημερινές ανάγκες επιβίωσης εξανάγκασαν τους πρόσφυγες να δημιουργήσουν, στην περιοχή της Δραπετσώνας πρόχειρους αυτοσχέδιους καταυλισμούς, χωρίς σχεδιασμό από τους κρατικούς Οργανισμούς, που εκτείνονταν στις περιοχή αγίου Διονυσίου, τΗετιώνιων Πυλών (Καστράκι), Λιπασμάτων, κοιμητηρίου Αναστάσεως, με σκοπό την εργασία που θα είχαν στο λιμάνι και στις γύρω βιομηχανίες, με απελπιστικές συνθήκες διαβίωσης.
 
Ο Δήμος Πειραιώς, όπου ανήκαν όλοι οι προσφυγικοί συνοικισμοί, προσπάθησε να τους εντάξει σε σχέδιο πόλεως και να ανοίξει δρόμους, να δημιουργήσει, έστω και υποτυπώδη, αρχικά, έργα υποδομής, ηλεκτροφωτισμό, ύδρευση, κλπ Από το 1934 οι γύρω από τον Πειραιά συνοικισμοί άρχισαν να αποσχίζονται από αυτόν και να δημιουργούνται αυτοτελείς Δήμοι. Έτσι ιδρύθηκαν οι Δήμοι Νέας Κοκκινιάς ( και από το 1940 Νικαίας), αρχικά Ταμπουρίων με τους συνοικισμούς Ταμπούρια, Ανάσταση, Ευγένεια, Ανάληψη, Αμφιάλη, Αγίου Γεωργίου όπου μεταφέρθηκε και η έδρα του Δήμου. Το 1948 μετονομάστηκε σε Δήμο Κερατσινίου, ενώ η Δραπετσώνα συστάθηκε ως Δήμος το 1951. Η κοινότητα Περάματος συστάθηκε το 1933 και αναγνωρίστηκε ως Δήμος το 1963. Τον Φεβρουάριο του 1925 συστάθηκε η Κοινότητα Αγίου Ιωάννη Ρέντη με τους τρεις προσφυγικούς συνοικισμούς (ενώ προϋπήρχαν λιγοστοί κάτοικοι) : της Πλατείας αγίου Ιωάννου, Σταματάκη, Απόλλωνος. Ο συνοικισμός Παλαιάς Κοκκινιάς παρέμεινε στον Δήμο Πειραιώς.
 
Οι πρόσφυγες, αμέσως σχεδόν με την εγκατάστασή τους, ίδρυσαν Συλλόγους τοπικούς και αλληλοβοηθητικούς για την συνοχή τους και την διεκδίκηση δικαιωμάτων τους, αλλά και επαγγελματικούς για την διεκδίκηση των εργασιακών δικαιωμάτων τους.
 
Οι προσφυγικοί αυτοί συνοικισμοί σιγά σιγά μετασχηματίσθηκαν σε σύγχρονες ανεπτυγμένες περιοχές, που μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο κυρίως, κατοικήθηκαν και από ανθρώπους της ελληνικής περιφέρειας, που αναζητούσαν καλύτερες συνθήκες ζωής και εργασίας.
 
Συνάντηση 5η  – Δευτέρα 26 Φεβρουαρίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 
Η περίοδος του Μεσοπολέμου και η καρατόμηση της πόλης του Πειραιά 
 
Ως Μεσοπόλεμος στον ευρωπαϊκό χώρο θεωρείται η χρονική περίοδος που μεσολαβεί ανάμεσα στους δύο παγκοσμίους πολέμους, δηλαδή τον Πρώτο και τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο (1918 – 1940).
 
Ως Μεσοπόλεμος στην ελληνική πραγματικότητα, θα ήταν ορθότερο να θεωρηθεί η περίοδος που αρχίζει μετά την μικρασιατική καταστροφή του ’22, καθώς τότε μόνο τελειώνει η μακρά πολεμική αναμέτρηση της χώρας μας και η είσοδός της στα έργα της ειρηνικής περιόδου.
 
Ωστόσο για την καλύτερη κατανόηση της σχέσεως εργατικής και αστικής κοινωνίας στην πόλη του Πειραιά, όπως αυτή ήταν πριν την καταστροφή του ’22, αλλά και όπως διαμορφώθηκε μετά από αυτήν, η μελέτη μας θα ακολουθήσει ειδικά για τον Πειραιά την ευρωπαϊκή περίοδο του Μεσοπολέμου δηλαδή το χρονικό διάστημα μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων.
 
Ο Πειραιάς ως το μεγαλύτερο λιμάνι της Ανατολικής Μεσογείου, αλλά και ως οικονομική, βιοτεχνική, βιομηχανική, εμπορική και ναυτική πρωτεύουσα πόλη της Ελλάδας, παρουσιάζει μια μοναδική πληθυσμιακή φυσιογνωμία η οποία μεταβάλλεται σε κάποιες περιπτώσεις ή ενισχύεται σε άλλες, μετά την καταστροφή του ’22.
 
Η μελέτη της περιόδου του μεσοπολέμου ειδικά για την πειραϊκή κοινωνία περιλαμβάνει:
– Απεικόνιση της ανθρωπογεωγραφίας του μεγάλου εμπορικού λιμανιού
– Η ζωή της εργατικής και της αστικής τάξης
– Το γυναικείο κίνημα (φεμινιστικό)
– Τα κυριότερα συμβάντα που απασχόλησαν την πόλη του Πειραιά
– Το πρόβλημα διαχείρισης της προσφυγικής κρίσης, της φτώχειας αλλά και των ανηλίκων. (εκπαίδευση εργατικού πληθυσμού, αντιμετώπιση μέτρων υγειονομικού ενδιαφέροντος, ανεύρεσης στέγης, δημόσια λουτρά, λαϊκά υπνωτήρια, συσσίτια κ.α.)
– Η καρατόμηση της πόλης του Πειραιά.
– Περίοδος Ι. Μεταξά – Δημαρχία Μιχάλη Μανούσκου.
 
   Η περίοδος του Μεσοπολέμου αποτελεί την πιο παράξενη χρονική γέφυρα της σύγχρονης ιστορίας. Στο ένα άκρο της έχει μια εθνική καταστροφή, την Μικρασιατική, η οποία βάζει ουσιαστικά μια ταφόπλακα στην «Μεγάλη ιδέα». Ύστερα από δύο Βαλκανικούς πολέμους, έναν εθνικό διχασμό και έναν παγκόσμιο πόλεμο, η πειραϊκή κοινωνία προσπαθεί να συνυπάρξει με χιλιάδες Έλληνες πρόσφυγες που καταφεύγουν στο μεγάλο λιμάνι. Ακολουθούν κινήματα, δικτατορίες, Πάγκαλος και Μεταξάς και η «γέφυρα» στον άλλο άκρο της τελειώνει με ένα πόλεμο ακόμα μεγαλύτερο, τον Δεύτερο Παγκόσμιο.
 
Αυτή την τόσο ταραγμένη εποχή συναντούμε την κοινωνία στον Πειραιά να περιλαμβάνει τρία διαφορετικά κοινωνικά στρώματα. Έχουμε τον προϋπάρχοντα αστικό πληθυσμό που προσπαθεί να ξεχάσει τον όλεθρο και την καταστροφή. Διασκεδάζει, ζει την κάθε στιγμή. Οι γυναίκες επαναστατούν, χορεύουν, αθλούνται, κάνουν μπάνια και εκδράμουν. Η αστική τάξη της Καστέλλας και της Φρεαττύδας μένει ακόμα στην πόλη, συχνάζει στα μεγάλα ξενοδοχεία του Νέου Φαλήρου, παρακολουθεί τις παραστάσεις στο Δημοτικό Θέατρο. Όμως έχουμε και τον προϋπάρχοντα εργατικό πληθυσμό του Πειραιά. Αυτός αν και συνυπάρχει στην ίδια πόλη, ωστόσο ζει έναν άλλο Πειραιά. Κινείται πέριξ του μεγάλου λιμανιού, διέπεται από τους δικούς του νόμους, έχει τη δική του ηθική. Δίπλα σε αυτά τα δύο κοινωνικά στρώματα έχουμε τέλος τους πρόσφυγες. Η έλευσή τους διαφοροποίησε παντελώς την μέχρι τότε φυσιογνωμία της πόλης. Η εργατική τάξη ισχυροποιήθηκε, νέες περιοχές γεννήθηκαν.
 
Η περίοδος αυτή αξίζει καταγραφής, καθώς δεν απουσιάζει από το προσκήνιο η «καλή» κοινωνία από την πόλη, όπως αργότερα θα συμβεί. Οι βομβαρδισμοί του πολέμου που θα ακολουθήσει, ωθούν την «καλή» κοινωνία, τους εύπορους, να εγκαταλείψουν τις πλούσιες μονοκατοικίες όπου ζούσαν και να σκορπιστούν σε όλα τα σημεία του λεκανοπεδίου. Στην περιοχή μεταπολεμικά απέμεινε μόνο ο «εργατικός» Πειραιάς. Ο άλλος της «καλής» κοινωνίας στο μεγαλύτερο μέρος του δεν επέστρεψε. Ο μεσοπόλεμος λοιπόν δίνει την τελευταία ευκαιρία περιγραφής μιας τάξης που τότε ακόμα υπήρχε, ζούσε και κινείτο παράλληλα με τον εργατικό πληθυσμό. Ο Μεσοπόλεμος αποτελεί κιβώτιο γεμάτο διαμάντια για εκείνους που αγαπούν την ηθογραφία.
 
Συνάντηση 6η  – Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
 
Ο Πειραιάς των Βομβαρδισμών και το πρόβλημα των βομβοπλήκτων  
– Προετοιμασία του Πειραιά για τον επερχόμενο πόλεμο και τους αεροπορικούς βομβαρδισμούς (Μέτρα αεραμύνης)
– Πρώτος αεροπορικός συναγερμός και πρώτη αεροπορική επίθεση
– Βομβαρδισμός Ιταλών (5ης Νοεμβρίου 1940)
– Γερμανικός βομβαρδισμός 6ης Απριλίου 1941
– Η περίπτωση του Clan Fraiser
– Ο μεγάλος αεροπορικός βομβαρδισμός της 11ης Ιανουαρίου του 1944
– Βομβόπληκτοι και αριθμός θυμάτων βομβαρδισμών.
– Απογραφή υλικής καταστροφής – Αλλοίωση της κοινωνικής φυσιογνωμίας του Πειραιά.
 
Σκέψεις γύρω από τον αριθμό των θυμάτων του «Συμμαχικού Βομβαρδισμού της 11ης Ιανουαρίου 1944»  
Είναι αναμφισβήτητο γεγονός ότι οι πρώτες αναφορές που συνετάχθησαν από την επομένη κιόλας ημέρα, αδυνατούσαν να καταγράψουν το σύνολο της καταστροφής του βομβαρδισμού της 11ης Ιανουαρίου. Είτε παραποιούσαν τους αριθμούς εξαιτίας του πανικού προς τα πάνω, είτε κυρίως δεν υπολόγιζαν τους 3.500 τραυματίες που πάνω στον πανικό διακομίστηκαν χωρίς να καταγραφούν οπουδήποτε μπορούσε να τους δοθεί μια βοήθεια. Όταν στη συνέχεια μετά από καιρό οι τραυματίες υπέκυπταν στα τραύματά τους, καταγράφονταν ως απώλειες πολέμου όχι όμως ως νεκροί του «συμμαχικού» βομβαρδισμού. Επίσης θάβονταν στα κοιμητήρια των νοσοκομείων που άφηναν την τελευταία τους πνοή και όχι στο κοιμητήριο της “Ανάστασης”. Αυτό και μόνο το γεγονός μας δίνει τον λανθασμένο αριθμό των 492 θυμάτων, αφού τόσοι εμφανίζονται ως νεκροί του βομβαρδισμού, στο κοιμητήριο της “Ανάστασης” από την καταμέτρηση στο ταφολόγιό του. Οι 492 αυξάνονται και δίνουν τον αριθμό των 700 περίπου νεκρών εξαιτίας του “συμμαχικού” βομβαρδισμού.
 
Για να καταλάβουμε το πόσο λάθος είναι ο υπολογισμός των νεκρών, είναι αρκετό να αναφερθεί ότι μέχρι τα μεσάνυχτα της 12ης Ιανουαρίου είχαν ανασυρθεί από τα ερείπια τόσοι νεκροί, που τα πτώματα προχείρως απλωμένα επί των οδοστρωμάτων της πόλης ξεπερνούσαν τα χίλια! Σε αυτούς ουδέποτε υπολογίστηκαν άλλοι 500 που νοσηλεύονταν σε ιδιαίτερα κρίσιμη κατάσταση στα νοσοκομεία του Πειραιά και στου Σαπόρτα, ενώ άλλοι 258 καταγράφηκαν ως βαριά τραυματισμένοι σε διάφορα νοσοκομεία των Αθηνών. Επίσης παρέμεινε άγνωστος ο αριθμός των εισαχθέντων σε ιδιωτικές κλινικές και των δύο πόλεων που με πρόχειρους υπολογισμούς προσέγγιζε τους δύο χιλιάδες! Τότε οι κλινικές ήταν πολλές και στον Πειραιά και στην Αθήνα, περισσότερες από ότι είναι σήμερα.
 
Συνεπώς ο αριθμός των νεκρών που μεταγενέστερα άφησαν την τελευταία τους πνοή προερχόμενοι από την τεράστια δεξαμενή των 3.500 τραυματιών, ουδέποτε καταμετρήθηκε.
 
Ήδη στις 13 Ιανουαρίου στις 9.30 το πρωί, έγινε στο Νεκροταφείο Αναστάσεως η πρώτη κηδεία των φονευθέντων Πειραιωτών. Δεν θα ήταν μόνο αυτή, αφού το επόμενο διάστημα καθημερινά θα τελούνται όμοιες κηδείες. Και όχι μόνο στο κοιμητήριο της Ανάστασης όπως πολλοί μέχρι σήμερα πιστεύουν. Αλλά σε όλα τα κοιμητήρια του λεκανοπεδίου της Αττικής! Οι διακομισθέντες τραυματίες στα διάφορα νοσοκομεία εκτός Πειραιά, όταν στη συνέχεια έχαναν τη μάχη της ζωής, θάβονταν στα κοιμητήρια της περιφέρειας των νοσοκομείων, πολλές φορές χωρίς κάποιος να γνωρίζει τα στοιχεία τους. Αυτό στη συνέχεια έκανε τον υπολογισμό των θυμάτων σχεδόν αδύνατο. Σε κάθε κηδεία στο κοιμητήριο της «Ανάστασης» διαδραματίζονται τραγικές στιγμές, καθώς χιλιάδες ήταν οι συγγενείς των κηδευομένων που είχαν προσέλθει για να τους θρηνήσουν.
 
Μέχρι τις 13 Ιανουαρίου ο αριθμός των πτωμάτων και των θυμάτων ήταν πάλι ανεξακρίβωτος, ωστόσο ο αριθμός τους υπερέβαινε τους χίλιους. Ελάχιστα τα ονόματα των τραυματιών που έχουν ανακοινωθεί. Κι αυτό καθώς μόνο εκατό τραυματίες από τους συνολικά 3.500 διακομίστηκαν σε νοσοκομεία με οχήματα δημόσιων αρχών, που στο σύνολό τους τότε έφταναν τα δεκαπέντε. Μόνο όσοι διακομίζονταν σε κρατικά νοσοκομεία με αυτά τα 15 νοσοκομειακά οχήματα καταγράφονταν. Πώς να βρεθούν άλλωστε περισσότερα οχήματα σε μια χώρα που δεν είχε κρατική οντότητα; Οι περισσότεροι τραυματίες φορτώθηκαν σε καρότσια και διακομίστηκαν όπου μπορεί να φανταστεί κανείς. Πολλοί πήγαν στους σταθμούς Α’ Βοηθειών, ενώ άλλοι επέστρεψαν σε άσχημη κατάσταση στα σπίτια τους. Εξήντα τραυματίες στο νοσοκομείο του Ερυθρού Σταυρού και μερικοί άλλοι στον Ευαγγελισμό και στο Λαϊκό.
 
Τις επόμενες ημέρες οι εφημερίδες θα γεμίσουν με αγγελίες όπως: «Κατά τον βομβαρδισμό της 11-1-1944 εξηφανίσθησαν οι Β.Η. και Ν.Μ… (ακολουθούσε περιγραφή ρούχων). Όποιος μας υποδείξει που ευρίσκονται δια την ανεύρεση των πτωμάτων τους ή το μέρος που κατέφυγαν αμειφθήσεται με δραχμάς 4 εκατομμυρίων» ή «Παρακαλείται ο γνωρίζων τι περί της τύχης του οκταετούς Ν.Τ. επιβάτη του τροχιοδρόμου που την ώρα εκείνη… θα κάνουν πράξη θεάρεστο».
 
Ωστόσο οι περισσότεροι από τους μισούς κατοίκους του Πειραιά, είχαν αναχωρήσει εκτός πόλης είτε διότι το σπίτι τους είχε καταστραφεί, είτε λόγω φόβου. Σε πολλές περιπτώσεις εκείνοι που αναχωρούσαν, άφηναν πίσω τους πεθαμένα οικεία πρόσωπα χωρίς να έχουν διάθεση να κάνουν τις απαραίτητες ενέργειες δήλωσης, όχι μόνο για να μην επιστρέψουν το δελτίο συσσιτίου τους, αλλά και από το φόβο νέου βομβαρδισμού.
 
Σε κάθε περίπτωση οι Πειραιώτες που αναχώρησαν ήταν αυτοί που διέθεταν την οικονομική δυνατότητα να νοικιάσουν ένα σπίτι αλλού, σε ένα μέρος που θα τους παρείχε μεγαλύτερη ασφάλεια. Τότε ήταν που ο αστικός πληθυσμός του Πειραιά έφυγε δια παντός και ουδέποτε επέστρεψε. Στον Πειραιά από το 1944 και ύστερα, θα παραμείνει μόνο ο εργατικός πληθυσμός της πόλης, εγκλωβισμένος χωρίς να έχει τη δυνατότητα μετεγκατάστασης.
 
Μέχρι πριν από λίγα χρόνια, υπέργηροι άνθρωποι, επισκέπτονταν τον Πειραιά με την ευκαιρία κάποιας εκθέσεως ή άλλου γεγονότος και με μια σύντομη αλλά περιεκτική ομολογία έλεγαν: «Είμαι από τον Πειραιά, αλλά έφυγα τότε με τους βομβαρδισμούς…».
 
Σα να μην έφτανε η συμφορά που έπληξε τον Πειραιά, στις 14 Ιανουαρίου ένας χιονιάς πλάκωσε άγριος, που ξεκίνησε το πρωί με χιονόνερο και τελείωσε το βράδυ με θανατερά παγωμένη ξαστεριά. Η 14η Ιανουαρίου υπήρξε η πλέον παγερή ημέρα του 1944 και σε αρκετές περιοχές του λεκανοπεδίου έπεσε χιόνι. Στις 15 Ιανουαρίου πολλά σχολεία της πόλης δεν λειτούργησαν καθώς είχαν επιταχθεί για την εγκατάσταση βομβοπλήκτων Πειραιωτών.
 
Συνάντηση 6η  – Δευτέρα 5 Μαρτίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
Ο Πειραιάς και η Κατοχή
Στις 27 Απριλίου 1941 η πόλη του Πειραιά παραδόθηκε στον Γερμανό Διοικητή Φον Στρούμπε από τον Δήμαρχο Μιχαήλ Μανούσκο, βάσει τον νομικών δεδομένων. Άμεσα άρχισε και η αντίσταση στην πόλη, όταν ο Δήμαρχος αρνήθηκε να παραδώσει στους κατακτητές, όπως του ζήτησαν, ονοματεπώνυμα Πειραιωτών που θα τους χρησίμευαν ως όμηροι, σε περιπτώσεις αντιστασιακών πράξεων από τους Πειραιώτες. Απέστειλε στους Γερμανούς το έγγραφο που του ζήτησαν, όπου υπήρχε μόνον το δικό του ονοματεπώνυμο. Μετά από αυτό απομακρύνθηκε από το αξίωμα του. Κατά την περίοδο της Γερμανικής Κατοχής, λόγω της μη διεξαγωγής Δημοτικών Εκλογών, οι Δήμαρχοι και τα Δημοτικά Συμβούλια διορίζονταν. Οι Γερμανοί αφού βομβάρδισαν και κατέστρεψαν τις λιμενικές εγκαταστάσεις, πλοία συμμαχικά, λεηλάτησαν αποθήκες και το τελωνείο ( Νόμος του 1941, της ελληνικής Κατοχικής κυβέρνησης, απάλλασσε το γερμανικό κράτος από κάθε υποχρέωση αποζημίωσης για την λεηλασία του Τελωνείου) και οτιδήποτε υπήρχε γύρω από το λιμάνι, οχύρωσαν τον λιμένα μέχρι και τον Ναύσταθμο Σαλαμίνας, καθώς και τον λόφο του Προφήτη Ηλία και την περιοχή της Καστέλλας προς την θάλασσα. Χρησιμοποίησαν το λιμάνι ως κέντρο ανεφοδιασμού για τις επιχειρήσεις τους στην Μεσόγειο, αλλά και για μεταφορά αγαθών, έλεγχαν την παραγωγή, το εισαγωγικό και εξαγωγικό εμπόριο ( δεν επέτρεπαν την είσοδο αγαθών από χώρες των Συμμάχων) και άρπαζαν το μεγαλύτερο μέρος για την σίτιση των Γερμανών στρατιωτών. Επίταξαν μέγαρα, σπίτια, σχολεία, εργοστάσια, βιομηχανίες. Το στρατηγείο της γερμανικής στρατιωτικής διοίκησης, βρισκόταν σε μέγαρο επί των οδών Γεωργίου και Καραΐσκου και πολλές γερμανικές στρατιωτικές υπηρεσίες κατοικοέδρευαν στο κέντρο του Πειραιά.
 
Ο Πειραιάς και οι γύρω Δήμοι δεν είχαν έσοδα και άρχισε η καθημερινή τρομοκρατία των Πειραιωτών και των εργαζομένων. Καταγράφηκαν τα ραδιόφωνα, σφραγίσθηκαν και άφησαν ελεύθερο μόνο τον δημόσιο σταθμό που μετέδιδε δικά τους ανακοινωθέντα. Απαγορεύτηκε και εδώ η κυκλοφορία από την δύση μέχρι την ανατολή του ηλίου και επιβλήθηκε ως ώρα συσκότισης από 18.00΄ – 4.30΄ π.μ. Οι καθημερινοί έλεγχοι σε τραμ, Ηλεκτρικό σιδηρόδρομο, λεωφορεία, τα ξαφνικά και επαναλαμβανόμενα μπλόκα στην ΣΕΚ, στην Λεύκα, στον Ηλεκτρικό Σταθμό, στην γέφυρα Καλαμάκη, αγία Σοφία, Καμίνια, Χατζηκυριάκειο δημιουργούσαν αβεβαιότητα για την ζωή των Πειραιωτών. Ο λοχαγός Λίτκε με την ομάδα του είχαν αναλάβει την επιχείρηση καθημερινού εκφοβισμού. Μια πρώτη μορφή αντίστασης ήταν οι σαλταδόροι, που πλήρωναν με την ζωή τους πολύ συχνά την τόλμη τους, κάθε ηλικίας (χρησιμοποιούσαν τις περισσότερες φορές παιδιά και νεαρούς που ήταν γρήγοροι και σβέλτοι). Σαλτάριζαν στα γερμανικά φορτηγά και έριχναν πίσω τρόφιμα, όπλα και ό,τι άλλο εύρισκαν που τα μοίραζαν. Δρούσαν περισσότερο στην Λεύκα, στην οδό Ρετσίνα, στα Καμίνια, στην οδό Παλαμηδίου, στον Καραβά. Στις 31 – 5 – 1941 η αντιστασιακή οργάνωση ΠΡΟΜΗΘΕΥΣ ανατίναξε μέσα στο λιμάνι το βουλγαρικό πλοίο ΜΑΡΙΑ ΛΟΥΙΖΑ, που προμήθευε υλικό στους Γερμανούς. Τον Μάϊο 1941 ιδρύθηκε η Ελληνική Αλληλεγγύη με σκοπό τα συσσίτια, την εξοικονόμηση αγαθών για άπορες, πτωχές οικογένειες και παιδιά, καθώς και για ενίσχυση ασθενών στα νοσοκομεία Τζάννειο και Σαπόρτα. Στηριζόταν στην εθελοντική εργασία και προσφορά. Στεγαζόταν στην Πλατεία Κοραή, εντός της Οικοκυρικής Επαγγελματικής Σχολής Θηλέων Πειραιώς. Άλλη εθελοντική οργάνωση ήταν και «Το ρούχο του φτωχού παιδιού» όπου δραστηριοποιήθηκαν σχεδόν μόνον γυναίκες. Πρόσφερε συσσίτια, τροφή και ρουχισμό σε 12.000 παιδιά και σε όλες τις πειραϊκές συνοικίες. Παράλληλα, στο κέντρο του Πειραιά, αλλά και στην ευρύτερη περιοχή του, λειτούργησαν πολλά κρυφά τυπογραφεία για την εκτύπωση αντιστασιακών προκηρύξεων. Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός των πολλών μαθητικών διαδηλώσεων που διοργανώνονταν από τους μαθητές των Γυμνασίων του Πειραιά και των συνοικιών με θέμα την πείνα, τις ασθένειες, τις κακουχίες του λαού. Πολλοί μαθητές διοργάνωναν εράνους και συνεστιάσεις ή πολιτιστικές εκδηλώσεις (όπως οι μαθητές της Ιωνιδείου Σχολής για την συγκέντρωση τροφίμων και ρουχισμού για τους απόρους. Διαμαρτύρονταν μαζικά για την ανέχεια, την πείνα, την έλλειψη τροφίμων. Ειδικότερα έχουμε μαζική διαμαρτυρία για την σχεδιαζόμενη μεταφορά Ελλήνων εργατών σε εργοστάσια της Γερμανίας, που σήμαινε βέβαιο θάνατο, τον Μάρτιο 1942, τον Απρίλιο του ίδιου έτους συμπαγείς απεργίες σε Αθήνα – Πειραιά για τρόφιμα, τον Ιούλιο του 1942 απέργησαν 50.000 υπάλληλοι, τον Σεπτέμβριο 60.000 και τον Δεκέμβριο 7.000 εργάτες μόνο του Πειραιά για τρόφιμα και χαμηλά ημερομίσθια. για την επαναλειτουργία συσσιτίων στις 20 – 12 – 1942. Ακόμη έχουμε μαζική συμμετοχή των Πειραιωτών στις Εθνικές Επετείους της 25ης Μαρτίου και της 18ης Οκτωβρίου. Την 25η Μαρτίου 1943 η διαδήλωση από τον Πειραιά έφθασε μέχρι την Ν. Κοκκινιά, μετά από επεισόδια με τους Γερμανούς. Τον Ιούνιο του 1943 απεργούν οι εργάτες της καπνοβιομηχανίας ΠΑΠΑΣΤΡΑΤΟΣ για τρόφιμα. Πολλές βιομηχανίες και καταστήματα πρόσφεραν συσσίτια στους εργάτες και υπαλλήλους τους.
 
Στις 5, 6, 7 Μαρτίου 1944 οι αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ έδωσαν μάχες με τα γερμανικά στρατεύματα Κατοχής στη (Νέα Κοκκινιά) Νίκαια γύρω από την πλατεία Περιβολάκι και την περιοχή Άσπρων Χωμάτων, με απώθηση των Γερμανών. Την 1η Αυγούστου του ίδιου χρόνου 3.000 παιδιά έκαναν διαμαρτυρία στη Νίκαια για την πείνα. Στις 17 Αυγούστου 1944 οι Γερμανοί έκαναν μπλόκο στην Ν. Κοκκινιά και συγκέντρωσαν στην πλατεία Οσίας Ξένης όλους τους άνδρες από 16 – 65 ετών. Σε συνεργασία με έλληνες κουκουλοφόρους συνεργάτες τους εκτέλεσαν, μετά από φρικτά βασανιστήρια 148 πατριώτες, στο παρακείμενο υφαντουργείο Αφών Παγιασλή, την γνωστή μας Μάντρα. Οδήγησαν στο στρατόπεδο Χαϊδαρίου 2.500 άλλους. Μερικούς από τους έλληνες συνεργάτες τους προδότες τους εκτέλεσαν επί τόπου. Την ίδια ημέρα εκτελούσαν και άλλους κατοίκους στον δρόμο και έκαψαν στην Νεάπολη 100 προσφυγικά σπίτια. Στο τεσσαρακονταήμερο μνημόσυνο των θυμάτων σκότωσαν και άλλους ανυποψίαστους πολίτες καθώς έβγαιναν από την Οσία Ξένη, με μυδράλια που είχαν στήσει στον λόφο του Καραβά. Ακολούθησαν μεγάλες κινητοποιήσεις και απεργίες στις 19 Σεπτεμβρίου, όπου οι Γερμανοί συνέλαβαν πολλούς πατριώτες και τους οδηγούσαν στο Πέραμα για εκτέλεση. Τους απελευθέρωσαν άνδρες του ΕΛΑΣ Κερατσινίου – Ταμπουρίων, αλλά με δικές τους απώλειες. Την ίδια περίοδο οι αντιστασιακές ομάδες εξουδετέρωσαν γερμανικές υπονομεύσεις για ανατινάξεις εργοστασίων κοινής ωφέλειας, λιμενικά έργα κλπ.
 
Στις 12 Οκτωβρίου 1944 η Αθήνα απελευθερωνόταν από τους Γερμανούς, αλλά αυτοί, υποχωρώντας κατέστρεψαν ολοσχερώς το λιμάνι, το σιλό, τις δεξαμενές ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΗ, ανατίναξαν προβλήτες, τον εξωτερικό λιμενοβραχίονα, το τελωνείο, το λιμεναρχείο, κτιριακές εγκαταστάσεις του ΟΛΠ, την SHELL, την ΣΕΚ, την ΣΠΑΠ, εργοστάσια, την πετρελαιακές ετιρείας (όπως την Σόκονυ), το εργοστάσιο ΚΟΠΗ και την Ηλεκτρική Εταιρεία Κερατσινίου για να βυθιστεί στο σκοτάδι ολόκληρη η Αττική και να ακινητοποιηθούν τα πάντα. Από την προηγουμένη είχαν εγκλωβήσει ομήρους εργαζόμενους στην Ηλεκτρική και την είχαν παγιδεύσει για να την ανατινάξουν. Μετά από διαπραγματεύσεις με αντιστασιακές ομάδες του ΕΛΑΣ αποχώρησαν και άφησαν τους ομήρους. Οι άνδρες της ομάδας κατάλαβαν ότι θα επανέρχονταν για να καταστρέψουν την Ηλεκτρική. Έμειναν, εκεί και πράγματι οι Γερμανοί επανήλθαν και μετά από πολύωρη φονική μάχη, στις 13 Οκτωβρίου, οι Γερμανοί υποχώρησαν. Είχαν φονευθεί 8 άνδρες και υπήρχαν 17 τραυματίες. Έτσι, ο Πειραιάς απελευθερώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1944. Οι Γερμανοί εκτός από τους χιλιάδες Έλληνες εκτελεσμένους, νεκρούς από την πείνα, τις κακουχίες και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, άφησαν πίσω τους την χώρα μας κατεστραμμένη και λεηλατημένη.
 
Συνάντηση 7η  – Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018
Διδάσκων: κ. Στέφανος Μίλεσης
Ιάκωβος Δραγάτσης. Ο τρανός αλλά ξεχασμένος δάσκαλος
Το 1853 έπεσε στην Αθήνα αρρώστια μεγάλη ήταν η γνωστή πανώλη στην οποία έχω γράψει παλαιότερα. Τότε οι γονείς του Δραγάτση που κατάγονταν από τη Σίφνο αλλά διέμεναν στην Αθήνα, έλαβαν την απόφαση να κατέβουν στον Πειραιά για μεγαλύτερη ασφάλεια. Βεβαίως σήμερα γνωρίζουμε ότι επρόκειτο για μια λανθασμένη απόφαση καθώς και ο Πειραιάς την ίδια χρονιά επλήγη από την πανώλη με μεγαλύτερη μάλιστα σφοδρότητα. Κατοίκησαν σε μια οικία εντός ενός μικρού δρόμου απέναντι από την νότια πλευρά του ναού του Αγίου Νικολάου, το τρίτο σπίτι στα δεξιά. Πρόκειται για την οδό Τομπάζη. Εκεί γεννήθηκε ο Δραγάτσης στις 31 Ιουλίου του 1853.
Βαπτίστηκε στον διπλανό Ναό του Αγίου Νικολάου. Στην συνέχεια η οικογένεια πήγε στο νησί καταγωγής της στη Σίφνο όπου ο πατέρας του Δραγάτση διορίσθηκε Σχολάρχης του εκεί Ελληνικού σχολείου. Το 1862 ο πατέρας του μετατέθηκε ως Καθηγητής στο Γυμνάσιο Πειραιά τη σημερινή Ιωνίδειο. Τότε όλη η οικογένεια επέστρεψε στην πρώτη της κατοικία στην Αθήνα. Όταν ο Ιάκωβος τελείωσε το Γυμνάσιο επιθυμούσε να εγγραφεί στη Θεολογική Σχολή, αλλά επικράτησε η γνώμη του πατέρα του και ενεγράφη τελικά στην Φιλοσοφική Σχολή. Διορίσθηκε Καθηγητής και προσέφερε τις υπηρεσίες του σε πολλά και διαφορετικά γυμνάσια. Από το 1878 έως το 1903 δίδαξε κατά σειρά στην Πετρίτσειο Σχολή στο Ληξούρι, στην Ανδρίτσαινα, αλλά και στον Πειραιά, στην Αθήνα και ξανά πίσω στον Πειραιά. Τις περιόδους που δίδασκε σε Αθήνα ή Πειραιά κατά το χρονικό διάστημα από το 1890 έως το 1903, δίδασκε παράλληλα και ως Καθηγητής στη Ναυτική Σχολή Δοκίμων που βρισκόταν πρώτα σε οικήματα του Φραγκίσκου Φεράλδη και στην συνέχεια επί του ατμόπλοιου “ΕΛΛΑΣ” στη παραλία Τσελέπη.
Διετέλεσε καθηγητής σε πολλά σχολεία της πόλης. Δίδαξε στο Δημοτικό Παρθεναγωγείο Πειραιά, διορισθείς από τον Δήμο Πειραιώς, στην Γαλλική Σχολή του Αγίου Παύλου, στο Παρθεναγωγείο των αδελφών Παπακώστα την εποχή που στεγαζόταν στην οικία Κολοσούκα, απέναντι από το Ναό του Αγίου Κωνσταντίνου. Μεταξύ των πολλών εκπαιδευτικών υπηρεσιών του το 1900 διορίσθηκε και Γυμνασιάρχης του Γυμνασίου Πειραιώς, που ήταν τότε και το μοναδικό γυμνάσιο που διέθετε η πόλη, καθώς το Β’ γυμνάσιο θα δημιουργηθεί το 1914. Ο Δραγάτσης τελείωσε μετά από πολλές περιπέτειες και δυσμενείς μεταθέσεις τη δημόσια υπηρεσία του το 1903. Καθώς όμως ήταν ανήσυχο πνεύμα, άνοιξε ένα νέο κεφάλαιο στον Πειραιά καθώς ίδρυσε ένα πρότυπο ιδιωτικό γυμνάσιο που έφερε τίτλο «Δραγάτσειο Εκπαιδευτικό Ίδρυμα». Χάρη στην πρωτοποριακή λειτουργία του τέθηκε αμέσως υπό την προστασία του Πρίγκηπος Γεωργίου, ο οποίος το επισκεπτόταν συχνά για να παρακολουθήσει ασκήσεις Γυμναστικής.
Την εποχή στην οποία αναφερόμαστε ελάχιστα σχολεία στην Ελλάδα είχαν εντάξει στην εκπαιδευτική τους ύλη το μάθημα της γυμναστικής. Διέθετε τότε δύο οικήματα στον Πειραιά στην πλατεία Τερψιθέας. Η φήμη του σχολείου ήταν τόσο μεγάλη, που το 1910 το γυμνάσιο μεταφέρθηκε στην Αθήνα και έκτοτε έμεινε εκεί. Ο Ιάκωβος Δραγάτσης έζησε τριάντα και πλέον χρόνια στον Πειραιά έως το 1910. Στον Πειραιά γνώρισε το 1882 τη σύζυγό του Ελένη, που ήταν κόρη του Αθανασίου Πολιτοπούλου, συνταγματάρχη του Μηχανικού, υποδιοικητή της τότε Στρατιωτικής Σχολής Ευελπίδων που βρίσκονταν στον Πειραιά. Κατά το διάστημα που ζούσε στον Πειραιά και εξαιτίας της αγάπης που είχε για τα αρχαία ευρήματα, τα συνέλεγε όπου τα εύρισκε, βοηθούμενος και από τους μαθητές του Γυμνασίου Πειραιώς, αφού καθώς είπαμε το Γυμνάσιο ήταν το μοναδικό στον Πειραιά και οι μαθητές του προέρχονταν από όλες τις συνοικίες του Πειραιά.
Ασχολήθηκε τόσο με την συλλογή των αρχαίων, ώστε όταν αυτά ως προς τον αριθμό έγιναν πολλά κατέληξε να τα καταγράφει καταρτίζοντας ένα κατάλογο κατά είδος. Αυτός ήταν ο πρώτος κατάλογος αρχαιοτήτων που συνετάχθη στην πόλη του Πειραιά. Αυτή η συλλογή με τον κατάλογο αποτέλεσε και την πρώτη βάση του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιώς το οποίο αρχικά φιλοξενήθηκε σε υπόστεγο πίσω από Γυμνάσιο Πειραιά, εκεί που αργότερα κτίσθηκε το μέγαρο του Πειραϊκού Συνδέσμου, το ίδιο μέγαρο που είναι και σήμερα στην θέση αυτή. Εν συνεχεία αυτά τα ευρήματα μεταφέρθηκαν στο πρώτο κτήριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Πειραιά, στην οδό Φιλελλήνων. Να σημειωθεί ότι ο Δραγάτσης εργαζόταν τότε στη συλλογή αρχαιοτήτων της πόλης, άνευ αμοιβής, με κίνητρο την αγάπη του και μόνο.
Στον Δραγάτση οφείλονται τα περισσότερα ευρήματα και οι πλέον αξιόλογες περιγραφές ανασκαφών στον Πειραιά. Αυτός πρώτος έγραψε για τους νεωσοίκους της Ζέας, αυτός ήταν που βρήκε και την ψηφιδωτή κεφαλή της Μέδουσας που κοσμεί σήμερα το Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Παράλληλα διοργάνωνε εκδρομές εκτός Πειραιά, με τους μαθητές του και όσους ακόμα ενδιαφέρονταν, στις οποίες ο ίδιος σε ρόλο ιστορικού ξεναγού δίδασκε την ιστορία τους. Οι εξορμήσεις του Δραγάτση μπόλιασαν γενιές πειραιωτών με αγάπη για τη φυσιολατρία, την ιστορία και την πεζοπορία. Παράλληλα αρθρογραφούσε, έδινε διαλέξεις ενώ ήταν εγγεγραμμένος σε 33 πειραϊκά σωματεία! Άφησε σπουδαίο συγγραφικό έργο ενώ υπήρξε συντάκτης στην συγγραφή του Λεξικού του Ελευθερουδάκη, στην Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια και στο Μεγάλο Ιστορικό Λεξικό της Ακαδημίας Αθηνών.
Σήμερα εμείς αντί να τιμούμε αυτό τον σπουδαίο Πειραιώτη τον Ιάκωβο Δραγάτση τον αγνοούμε πανηγυρικά. Κάποτε μια μικρή οδός διερχόμενη μπροστά από το σημερινό Δημαρχείο Πειραιά είχε λάβει την ονομασία Ιακώβου Δραγάτση προς τιμή του. Όμως και ο μικρός αυτός δρόμος πεζοδρομήθηκε και αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο με την υπόλοιπη πλατεία Κοραή. Μόνο στη ταχυδρομική διεύθυνση έχει μείνει ο μικρός αυτός δρόμος να υφίσταται και να συνεχίζει να αναγράφεται ως «Ιακώβου Δραγάτση». Αλλά και από την πλευρά που συνεχίζει μετά την Ηρώων Πολυτεχνείου έχει στηθεί και εκεί ένας ανδριάντας του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη με παράλληλη μετονομασία του υφιστάμενου ανοίγματος σε Πλατεία Κολοκοτρώνη, κάνοντας να χαθεί και από εκεί το όνομα της μικρής οδού του Ιακώβου Δραγάτση.
Πιστεύω ότι η πόλη του Πειραιά οφείλει σε αυτόν τον μεγάλο Πειραιώτη Δάσκαλο όχι απλά μια καθαρή ονομασία δρόμου με το όνομά του αλλά και μια προτομή ώστε οι σύγχρονοι Πειραιώτες να βλέπουν και να διαβάζουν για το όνομα εκείνου χάρη στην προσπάθεια του οποίου συστάθηκε το αρχαιολογικό μουσείο του Πειραιά το οποίο άλλωστε εκθέτει σήμερα τα δικά του ευρήματα. Ο Ιάκωβος Δραγάτσης πέθανε στις 4 Απριλίου του 1934 αφήνοντας πίσω του ως οδηγό το ήθος του! Επιπλέον ο Δραγάτσης υπήρξε μέγας, όχι για μόνο για το έργο που ανέφερα, αλλά κύρια γιατί είχε ήθος. Από τη θέση του δεν καταδίωκε τους υπόλοιπους ερευνητές της εποχής του, δεν τους «αγνοούσε», δεν έκρυβε τα ευρήματα για να μην τα δουν οι άλλοι, μοιραζόταν αυτό που είχε προς όφελος της πόλης.
Δεν ήταν έμμισθος «ιστορικός», δεν πληρωνόταν για αυτό που έκανε, δεν «έθαβε» ούτε τα αρχαία ούτε τους συναδέλφους του ιστορικούς. Κλείνοντας ας τηρούμε ως αρχή μας το «Δραγάτσειο» κανόνα, που ήταν αναρτημένος σε όλους τους τοίχους του γυμνασίου του: «Στόλιζε όχι το πρόσωπό σου αλλά το νου σου».
Συνάντηση 7η  – Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018
Διδάσκουσα: κα Αρχοντία Παπαδοπούλου
Πειραιάς: 152 χρόνια Εκπαιδευτικής παρουσίας
Αμέσως με την έναρξη λειτουργίας του Δήμου Πειραιά, οι κάτοικοι είχαν ως κύριο μέλημά τους και την ίδρυση σχολείων για τα παιδιά τους. Από τότε τέθηκαν τα θεμέλια της λαμπρής εκπαιδευτικής πορείας του μεγαλύτερου λιμανιού της χώρας. Σε σύντομο, σχετικά, χρονικό διάστημα, η πόλη διέθετε Δημόσια και Ιδιωτικά σχολεία Αρρένων, αλλά και Παρθεναγωγεία, επειδή οι Πειραιώτες επιθυμούσαν οι θυγατέρες τους να μη φοιτούν σε μεικτά σχολεία. Παράλληλα, άρχισαν να ιδρύονται και Τεχνικές και Επαγγελματικές σχολές για να φοιτούν παιδιά που θα στελέχωναν τις πειραϊκές βιομηχανίες, επιχειρήσεις ή θα λειτουργούσαν δικά τους καταστήματα και επιχειρήσεις, αλλά βέβαια και σχολές ναυτικών επαγγελμάτων: Πλοιάρχων, Μηχανικών, Ραδιοτηλεγραφητών και άλλων ειδικοτήτων. Οι ναυτικές σχολές του Πειραιά έδωσαν άρτια κατηρτησμένα στελέχη στην Εμπορική μας ναυτιλία. Στον Πειραιά ιδρύθηκε η Σχολή Ναυτικών Δοκίμων, η Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία και λειτούργησε για κάποια χρόνια και η Σχολή Ευελπίδων. Άρχισαν να ιδρύονται Ωδεία, Δραματική σχολή, σχολές χορού κλπ., σχολές αθλημάτων. Τέλος απέκτησε και πρόσβαση στην Ανωτάτη Εκπαίδευση με την ίδρυση της Ανώτατης Βιομηχανικής Σχολής Πειραιά, που μετεξελίχθηκε, το 1989, στο Πανεπιστήμιο Πειραιά.
Συγκεκριμένα: Το 1836, αποφασίζεται από το Δημοτικό Συμβούλιο η ίδρυση Αλληλοδιδακτικού σχολείου και πρώτος διδάσκαλος ήταν ο Δημήτριος Κυδωνιάτης ή Κυδωνιώτης. Το ίδιο έτος, ο Διδάσκαλος του Γένους Νεόφυτος Βάμβας ιδρύει το πρώτο Ιδιωτικό σχολείο. Το 1839 ιδρύεται το Ελληνικό Σχολείο ή Σχολαρχείο. Το 1837 αποφασίζεται η ίδρυση «Σχολείου των Κορασίων» με πρώτη διδασκάλισσα την Μαρούκα Χατζηλαγουδάκη.
Το 1837 μεταφέρεται από την Αίγινα στον Πειραιά η Σχολή Ευελπίδων όπου λειτούργησε μέχρι το 1837, στο Μέγαρο Φεράλδη. Το 1862 υπάρχουν, ήδη, τέσσερα Δημόσια Δημοτικά σχολεία και το πρώτο Γυμνάσιο, όπου τα έτη 1894-1895 ως Γυμνασιάρχης υπηρέτησε ο Ιάκωβος Δραγάτσης. Το 1846 θεμελιώνεται σχολείο στην πλατεία Κοραή δαπάναις του Κων/πολίτη εμπόρου Κων/νου Ιωνίδη. Θα στεγαστούν σ’ αυτό το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο Αρρένων (Δημοτικό) και το Ελληνικό Σχολείο (Σχολαρχείο). Το 1914 ιδρύεται και δεύτερο Γυμνασίου στην πόλη του Πειραιά και το Γυμνάσιο των Ιωνιδών μετονομάζεται σε Α΄ Γυμνάσιον Πειραιώς.
Το 1865 συναντούμε τα Ιδιωτικά Παρθεναγωγεία της Σοφίας Βαμβακάρη, που περιέχει τις εκπαιδευτικές βαθμίδες: Νηπιακό, προκαταρτικό, ανώτερο και της Ζωής Γκίκα λειτουργεί το δικό της Παρθεναγωγείο. Το 1892 με την ονομασία «Δημοτικόν Διδασκαλείον Θηλέων». Άλλα Παρθεναγωγεία που λειτουργούν είναι των Αδελφών Παπακώστα το 1875, της Σοφίας Βαμβακάρη το 1898: Ευγενίας Μπάρδη Δύο ιδιωτικά δημοτικά Αρρένων των: Αντωνάκη και Σακελλάριου, Παπατζανάκη, Μπουρούνη, Αυγέρη, Θειακάκη, Μπαχλιτζανάκη, Πετράκη – Βαλσαμίδου, Μιχαλοπούλειο κ.α. Λειτουργούν και τα Λύκεια Θ. Ζαφειρόπουλου, Δ. Τσούμα, Δ. Παΐζη, Μαρίας Λεοπούλου (1884), «Ο Πλάτων» (1887), Ζήση Αγραφιώτη και από το 1936 με την επωνυμία Παπαϊωάννου, Κυρ. Γεωργιάδη.
1928 – 29: Α΄ Πλήρες Δημοτικόν Σχολείον Αρρένων Πειραιώς» το «Αστικόν Σχολείον». Το 1928 – 29 ιδρύθηκε το Μονοτάξιον Διδασκαλείον Πειραιώς. Το 1876, ο Δήμαρχος Λουκάς Ράλλης, ιδρύει Γυμνάσιο στον Πειραιά που στεγάζεται στο νέο δημοτικό κτήριο, δίπλα στο Ελληνικό Σχολείο στην πλατεία Κοραή. Το 1859 αρχίζει να λειτουργεί η Ελληνογαλλική Σχολή Πειραιώς «Jeanne d’ Arc”, που διαθέτει Σχολείο, Ορφανοτροφείο, Λαϊκό ιατρείο, Οικοτροφείο. Το 1893 ιδρύεται η Ελληνογαλλική Σχολή «Άγιος Παύλος» Το 1933 -1934 στην θέση του πρώτου σχολείου αναγείρεται νέο και μετονομάζεται σε Σχολή Μέσης Εκπαιδεύσεως. Το 1947 σε Α΄ Πρότυπον Γυμνάσιον Αρρένων Πειραιώς και το 1963 σε Ιωνίδειος Πρότυπος Σχολή. Το 1855 αποφασίζεται η λειτουργία Παρθεναγωγείου με την ονομασία “Παρθενικό Σχολείο” και το 1857 αρχίζει να λειτουργεί. Κατασκευάστηκε με χρηματοδότηση ανωνύμου, αρχικά, δωρητή που στην συνέχεια αποκαλύφθηκε πως ήταν ο Ιάκωβος Ράλλης με τους όρους: 1.Να παραμείνει για πάντα “Σχολείο Θηλέων”, 2. Να ιδρυθεί μαρμάρινη προτομή του Αδαμαντίου Κοραή μέσα στο σχολείο, 3. Να τοποθετηθεί μαρμάρινη πλάκα στην είσοδο του σχολείου με την επιγραφή: “Παρθενικό Σχολείον Ιδρυθέν δαπάνη (κενό) Δημαρχούντος Λουκά Ράλλη. 1855” και 4. Σε περίπτωση παραβιάσεως των όρων της δωρεάς, αυτή ανακαλείται και περιέρχεται στους κληρονόμους του.
Το 1919 στεγάζεται στο σχολείο η Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία, που συντηρείται από τον Δήμο και το 1939 σε μετονομάζεται σε “Ράλλειο Γυμνάσιο Θηλέων” και “Ράλλειος Παιδαγωγική Ακαδημία”.
Η Τεχνική Εκπαίδευση γνώρισε άνθιση στον Πειραιά. Το 1867 δημιουργείται το Εμπορικό Εκπαιδευτήριο Αντωνιάδη, το 1875 η Σχολή Τεχνιτών, το 1882 Εμπορική Σχολή, το 1889 Νυχτερινή Εμπορική Σχολή Γ.Μ. Καραγιάννης, το Αγγλικό Νυχτερινό Εμπορικό Γυμνάσιο, η Εμπορική Ναυτική Σχολή Πλοιάρχων Ν. Γεωργιάδη, το 1889 η Νυχτερινή Εμπορική Σχολή από τον Σύνδεσμο Εμποροϋπάλληλων Πειραιά. Το 1894 η Βιομηχανική και Εμπορική Ακαδημία του ΄Οθωνα Ρουσόπουλου, το 1894 ο Πειραϊκός Το 1895 Σύνδεσμος με Νυχτερινές Σχολές Άπορων Παιδιών, Σχολές Μηχανικών, Ραδιοτηλεγραφητών Μουσικό Τμήμα, Δραματική Σχολή, το 1896 η Εμπορική Σχολή Πειραιώς, το 1905 η Ιδιωτική Εμπορική Σχολή Κων/ντίνου Παναγιωτόπουλου.
Λειτουργούν οι Τεχνικές Σχολές “Πυθαγόρας” και «Πρωτεύς» από το 1948 από τον Ιάκωβο Μαρκοζάνη. Ο “Πυθαγόρας” ήταν Σχολή Μηχανικών και ο «Πρωτεύς» διέθετε Κλασικό και Ναυτικό Γυμνάσιο, Σχολή Πλοιάρχων, Ασυρματιστών, Ναυτιλιακών Σπουδών καθώς και την πρώτη, στην χώρα μας, ιδιωτική Σχολή Ασφαλιστικών Σπουδών.
Το 1901 ιδρύεται ο «Προμηθέας» με τμήματα μηχανικών, εργοδηγών, ηλεκτρολόγων, μηχανοτεχνιτών κ.ά.. Ιδρύθηκαν ακόμη ο «Αναξαγόρας» το 1933 από τον “Εκπαιδευτικό Σύνδεσμο Επιστημόνων και Μηχανικών”, ο «Πρωταγόρας», ο «Ηράκλειτος», ο « ΄Ηρων». Το 1904 ιδρύεται το «Δραγάτσειον» του Ιακ. Δραγάτση και το σχολείο του Δ. Ανεστόπουλου. 1912 λειτούργησε το «Λύκειο Ελληνισμός» του Κυριάκου Σταυριανού και το 1914 το Β’ Γυμνάσιο Αρρένων. Το 1874 λειτουργεί το Ζάννειο Ορφανοτροφείο Αρρένων με χορηγία της Ελένης χήρας Νικήτα Ζαννή. Προσφέρει στοιχειώδεις γραμματικές γνώσεις, κυρίως τεχνική-επαγγελματική εκπαίδευση. Το 1956 μετονομάζεται σε «Ζάννειον Πειραματικόν Επαγγελματικόν Προγυμνάσιον», Παράρτημα 3ου Γυμνασίου Πειραιώς. Το 1959 σε Ζάννειο Τεχνικό Γυμνάσιο και το 1985 σε «Ζάννειο Πειραματικό Γυμνάσιο-Λύκειο Πειραιά». Το 1889 ιδρύεται το Χατζηκυριάκειο Ορφανοτροφείο με χορηγία του Ιωάννη και της Μαριγώς Χατζηκυριακού. Η Σχολή Ευελπίδων λειτουργεί στον Πειραιά από το 1837 – 1894. Στις 24 Νοεμβρίου 1845 ιδρύεται το «Ναυτικόν Σχολείον» και λειτουργεί στην Κορβέτα «ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ». Το 1884 μετονομάζεται σε Σχολή των Ναυτικών Δοκίμων επί του Ατμοδρόμωνος «ΕΛΛΑΣ» και το 1905 στεγάζεται στο Κληροδότημα Παντελή Βασσάνη
Το 1938 ιδρύεται η «Σχολή Βιομηχανικών Σπουδών» από τον Σύνδεσμο Βιομηχάνων και Βιοτεχνών σε συνεργασία με το Σύνδεσμο Ανωνύμων Εταιριών της Ελλάδας. Το 1958 μετεξελίσσεται στην Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή Πειραιώς, που, από το 1989, λειτουργεί ως Πανεπιστήμιο Πειραιώς.
Σήμερα λειτουργούν 33 Δημοτικά σχολεία ( εκ των οποίων το 1 τυφλών), 20 Δημόσια Γυμνάσια και 15 Γενικά Λύκεια, 12 ΕΠΑΛ, 5 Ιδιωτικά Σχολεία, μεταξύ των οποίων το Γυμνάσιο – ΓΕΛ της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς, 3 Ειδικά σχολεία, 41 Νηπιαγωγεία, 1 ΕΕΕΕΚ, 1 Ειδικό ΠΙΚΠΑ.
Ως βιβλιογραφία μπορείτε να χρησιμοποιήσετε τα βιβλία που έχουν γραφεί για τον Πειραιά. Ως άμεσες πηγές μπορείτε να μελετήσετε έγγραφα που βρίσκονται στα Ιστορικά Αρχεία Δήμου Πειραιά. Ως έμμεσες πηγές μπορείτε να μελετήσετε άρθρα και εφημερίδες για την κάθε εποχή. Το φωτογραφικό υλικό που χρησιμοποίησα προέρχεται από το διαδίκτυο με γνωστές φωτογραφίες.

Related posts