Με αναφορά στον Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη ως Λειτουργό, ολοκληρώθηκε η σειρά «Αφιέρωμα στους σύγχρονους γέροντες», που είχε αναλάβει να παρουσιάσει ο Πρωτοπρεσβύτερος Γεώργιος Δορμπαράκης, στην Ευαγγελίστρια Πειραιώς, στο πλαίσιο του προγράμματος «Ενορία εν δράσει…»
Συνοψίζοντας ο π. Γεώργιος την θεματολογία του, επανέλαβε ότι τα πρόσωπα που ανέφερε σε αυτές τις ομιλίες, «δεν είναι οι μόνοι γέροντες της εποχής μας». «Ευλογηθήκαμε από το Θεό με την παρουσία και άλλων, παλαιοτέρων και νεοτέρων», είπε χαρακτηριστικά και μίλησε για τον γέροντα Εφραίμ τον Κατουνακιώτη, τον Γέροντα Σοφρώνιο του Έσσεξ, τον Γέροντα Φιλόθεο Ζερβάκο και τον Γέροντα Αμφιλόχιο Μακρή.
Αναφερόμενος ειδικά στους τρεις γεροντάδες τους οποίους παρουσίασε, τόνισε πως «κοινός παρονομαστής των σπουδαίων αρετών και των χαρισμάτων τους»,ήταν η αγάπη τους, η οποία καταξιώνει όλα τα χαρίσματά τους. «Ότι δύναμη έχουν οι βίοι των Αγίων μας και τα διάφορα γεροντικά, τέτοια και περισσότερη ίσως έχουν τα όσα γράφονται σαν μαρτυρίες για τους συγχρόνους αυτούς Αγίους», είπε χαρακτηριστικά.
Στη συνέχεια, μιλώντας ειδικά για τον μακαριστό π. Ιάκωβο Τσαλίκη, τον χαρακτήρισε «Λειτουργικό Όσιο» και αφού σημείωσε ορισμένα βιογραφικά του στοιχεία, αναφέρθηκε σε γεγονότα και περιστατικά που παρουσίαζαν το πώς ο ίδιος βίωνε το Μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας.
Ο π. Γεώργιος σημείωσε ότι τελούσε καθημερινά τη Θεία Λειτουργία «ή συμμετείχε σε αυτήν σε στάση γονατιστή. Ένοιωθε – κάτι που το μαρτυρούσε αδιάκοπα – ότι δεν υπάρχει έργο ανώτερο που μπορούσε να τελεστεί επί γης, αφού κατά τη Θεία Λειτουργία συμβαίνουν συγκλονιστικά πράγματα με την παρουσία των Αγγέλων, των Αγίων, του ίδιου του Κυρίου και Θεού μας».
Αναφέρθηκε στο προβλήματα υγείας του και στην κοίμησή του τονίζοντας ότι «η μνήμη που άφησε ήταν Οσίου ανδρός».
Προκειμένου να καταδείξει το τι σήμαινε για το Γέροντα η Θεία Λειτουργία, διάβασε ένα απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού Στυλιανού Παπαδόπουλου (Γερασίμου Μοναχού), ο οποίος «καταγράφει τα όσα συγκλονιστικά ζούσε ο γέροντας, που είτε του είχε αποκαλύψει ο ίδιος, είτε τα άκουσε από το στόμα σοβαρών και υπευθύνων πνευματικών τέκνων του».
Στο εν λόγο απόσπασμα αναφερόταν – μεταξύ άλλων – ότι ο μακαριστός γέροντας «έκανε προσκομιδή και συχνά έβλεπε την πνευματική κατάσταση των κεκοιμημένων που μνημόνευε», ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που οι πιστοί τον έβλεπαν να στέκει ψηλά και να μην πατάει στο δάπεδο.
«Στη μνημόνευση και στην προσευχή για τους τεθνεώτες, ήταν σχολαστικός. Μνημόνευε πάρα πολλούς» ενώ «την ώρα του Χερουβικού, δεν βρισκόταν μόνος του στο Ιερό ο μακαριστός Λειτουργός. Άγγελοι παρόντες, δοξολογούσαν το Θεό, χαροποιούσαν την ατμόσφαιρα, συλλειτουργούσαν με τον Λειτουργό, τα φτερά τους αγγίζανε το Λειτουργό, ο οποίος έβλεπε την νεανική μορφή τους».
Ο π. Γεώργιος επεσήμανε πως ο Θεός του έδωσε τη δυνατότητα με τα πνευματικά του μάτια να βλέπει πέρα από αυτά που έβλεπαν οι άλλοι, υπογραμμίζοντας ότι «έβλεπε το βάθος της πραγματικότητας».
Σημείωσε ότι η αντίληψη του π. Ιακώβου για τη Θεία Λειτουργία ήταν «ότι συνιστά το πιο ανώτερο και το Ιερότερο πράγμα που υπάρχει επί της γης και αυτό γιατί φανερώνει όλη την επί γης πορεία του Κυρίου, όπως και την δόξα του στους Ουρανούς», ενώ χαρακτήριζε τη Θεία Λειτουργία ως «το Κέντρο της Εκκλησίας» που όλα ξεκινούν και καταλήγουν σε αυτό.
Μίλησε για το σεβασμό που είχε στους Ιερείς, και διαβάζοντας σχετικό απόσπασμα από το βιβλίο του μακαριστού καθηγητή Παπαδόπουλου, σημείωσε ότι «είχε για τους Ιερείς βαθύτατο σεβασμό» έως την κοίμησή του. Τόνισε πως «ο σεβασμός του στους Ιερείς ήταν καρπός της απόλυτης συναίσθησης του ύψους του διακονήματός τους», συμπληρώνοντας πως «δεν πετούσε στα σύννεφα ο Άγιος Γέροντας. Ήξερε ότι υπάρχουν Ιερείς που δεν στέκονται στο ύψος της Ιεροσύνης τους» και αναφέροντας ως παράδειγμα τη συνομιλία του με κάποιον κληρικό, υπογράμμισε πως «είχε πλήρη επίγνωση της πραγματικότητας, αλλά παρόλα αυτά, επικέντρωνε στο χάρισμα της Ιεροσύνης και όχι στην όποια πτώση του Ιερέα ή του Αρχιερέα».
Ο π. Γεώργιος ανέφερε ότι παρότι οι γιατροί του απαγόρευσαν να λειτουργεί, εκείνος παρόλα τα σοβαρά προβλήματα υγείας που είχε, πολλές φορές λειτουργούσε και αναφέροντας και πάλι αποσπάσματα από τη βιογραφία του, υπογράμμισε πως «ζούσε ως Ιερέας, πριν να γίνει Ιερέας».
«Αχ πάτερ μου να βλέπατε τι γίνεται την ώρα του Χερουβικού που ο Ιερέας διαβάζει την ευχή….». Αυτή ήταν η φράση που συνήθιζε να λέει ο μακαριστός γέροντας, ενώ ζούσε τη Θεία Λειτουργία ως τη συνέχεια του Μυστικού Δείπνου. «Ότι οι μαθητές του Κυρίου έζησαν τότε, αυτό ζούμε και διαχρονικά».
Στη συνέχεια ανέγνωσε ένα σημείωμα που είχε καταγράψει ο ίδιος ο π. Ιάκωβος σε ένα τετράδιο και αναφερόταν στο μεγαλύτερο θαύμα που βίωσε στις 22 Νοεμβρίου 1975: Στην Προσκομιδή την ώρα που θα κάλυπτε τα τίμια δώρα, είδε ένα κομμάτι αίμα στεγνό το οποίο άγγιξε και έμεινε στο χέρι του. «Είδε και έπιασε το αίμα του Κυρίου στο τέλος της Προσκομιδής», είπε χαρακτηριστικά ο π. Γεώργιος.
Υπογράμμισε πως αν στη Θεία Λειτουργία βρισκόμαστε μπροστά στο Θεό μας, τους Αγγέλους και τους Αγίους μας, τότε και η προετοιμασία μας πρέπει να είναι η κατάλληλη, ενώ αναφερόμενος στην ταπείνωση του γέροντα Ιακώβου σημείωσε πως «διαρκώς ζούσε με την επίγνωση της αμαρτωλότητάς του, έχοντας πλήρη συναίσθηση ότι – ο ίδιος το λέει – βρωμίζει και τον αέρα που αναπνέει».
«Εξομολογιόταν και ήταν σαν να κάνει διάλογο με τον Όσιο Δαυίδ, έχοντας μάρτυρα τον Ιερέα», είπε σε άλλο σημείο της ομιλίας του ο π. Γεώργιος, ενώ κατέληξε τονίζοντας ότι «στο πρόσωπο του Αγίου γέροντα Ιακώβου, βλέπουμε τον άνθρωπο που έχει επίγνωση του να είναι κανείς μέλος Χριστού… να ζει σύμφωνα με το θέλημα του Θεού».
«Η παρακαταθήκη του σε μας, είναι η παρακαταθήκη όλων των Αγίων»,κατέληξε.